H  ΑΜΑΔΡΥΑΔΑ

 

 Θεατρικό έργο για παιδιά με θέμα την προστασία των δασών

χρήσιμο για προγράμματα Περιβαλλοντικής εκπαίδευσης

ή και για εκδηλώσεις στο τέλος της σχολικής χρονιάς

              

Συγγραφέας: Ιωάννης Π. Τζήκας,

Σχολικός Σύμβουλος Π.Ε.

 

Δ/νση: Αχιλλέως 107 Βόλος- Τ.Κ 38333

        Τηλ. 24210-54824και 6972203435

         e-mail: itzikas@in.gr  

 

* Μόνη υποχρέωση (ηθική) να ενημερώνεται ο συγγραφέας για την όποια χρήση του έργου.

 

Αριθμός σκηνών: 6

Πρόσωπα: 30

1. Νύμφη - Αμαδρυάδα 2. Δεντράκι 3. Παιδί (Παιδιά της πόλης): 4. Άλκης 5. Σίμος 6. Μάνος (Παιδιά της κωμόπολης Αμαδρυάδας) 7. Στεφανής 8. Περικλής 9. Χαρούλα 10. Σοφία  (Κάτοικοι της Αμαδρυάδας 40-60 χρονών): 11. Γιάννος 12. Κωνσταντής 13. Μιχαλιός – καφετζής 14. Πάνος 15. Φώτης 16. Νάσος 17. Δάσκαλος 18. Νύμφη 1  19. νύμφη 2 20. Νύμφη 3 21. Κοκκινοσκουφίτσα 22. Λύκος 23. Κοντορεβιθούλης 24. Λαγός 25. Ελάφι 26. Σκαντζόχοιρος 27. Αλεπού 28. Αρκούδα 29. Χελώνα 30. Ρομπέν

 

ΣΚΗΝΗ 1η

Σκηνικό: Μια σύγχρονη πόλη με έντονα μολυσμένο φυσικό περιβάλλον.

(Μπαίνει μια ομάδα παιδιών και τραγουδάει το τραγούδι του Μ. Χατζηδάκι «Η Περσεφόνη». Φεύγουν τα παιδιά και μπαίνει η νύμφη Αμαδρυάδα)

Αμαδρυάδα:

Καλησπέρα σας. Δε με γνωρίζετε βέβαια. Πώς να με γνωρίζετε; Μήπως μ’ έχετε ξαναδεί; Εμένα που με βλέπετε είμαι νύμφη, ξωτικό όπως λέτε εσείς οι συνηθισμένοι άνθρωποι. Είμαι μια Αμαδρυάδα, κόρη του Δία, και μαζί με τις αδερφούλες μου ζούμε παντοτινά μέσα στα δάση, για να τα προστατεύουμε.

Τώρα θα μου πείτε τι γυρεύω εδώ, σ’ αυτή τη μεγαλούπολη, την πρωτεύουσα . Mόλις έφτασα απ’ τη μικρή, καταπράσινη πόλη Αμαδρυάδα–την ξέρετε θαρρώ…Πήρε τ’ όνομά της από μας τις Αμαδρυάδες. Ήρθα, που λέτε, εδώ και μόλις πάτησα το πόδι μου, πιάστηκε η ψυχή μου. Τι απάνθρωπη πόλη είν’ αυτή; Εκατομμύρια άνθρωποι ζουν στοιβαγμένοι σε κλουβιά διαμερίσματα, σε απρόσωπες ψυχρές πολυκατοικίες. Δέντρα, πράσινο δε βλέπεις πουθενά, μόνο κάτι νεραντζιές μαραμένες, καχεκτικές. Να τις βλέπεις και να μαραζώνεις και συ. Τι νέφος, τι αυτοκίνητα, τι φασαρία! Ζωή κι αυτή! Μαύρη κι άραχλη! Χώροι για παιχνίδι δεν υπάρχουν. Τα παιδιά νιώθουν φυλακισμένα, τα πιάνει ασφυξία. Α … παπαπά! Δεν θα μπορούσα να ζήσω εδώ ούτε στιγμή..

Α… κάτι ακούω, κάποιος έρχεται … φεύγω μη με δουν …

(Μπαίνει στη σκηνή ένα παιδί. Ακούγεται το τραγούδι «Δεν είναι πόλη αυτή», από το δίσκο «Ο Μάγος με τα χρώματα».)

Παιδί:

Δεν μπορώ … δεν μπορώ … δεν μπορώ! Ουφ, δεν αντέχω άλλο σ’ αυτή την πόλη! Καυσαέρια, νέφος, κυκλοφοριακό χάος! Όλα τα κακά της μοίρας μαζεμένα σ’ αυτή την πόλη! Κι είναι και πρωτεύουσα, σου λέει ο άλλος. Τι πρωτεύουσα, κύριε; Πρωτεύουσα της βρωμιάς, της ρύπανσης και της μόλυνσης είναι!

Δε μας φτάνουν τα κακά που ’χουμε, μας βρήκε κι άλλη συμφορά. Πριν δυο μέρες κάηκε το μοναδικό δάσος που είχαμε. Πάει το δασάκι μας, έγινε αποκαΐδια. Είχαμε λίγο καθαρό αεράκι, πηγαίναμε καμιά εκδρομούλα, για πικ νικ που λένε και οι Άγγλοι, πάνε τα χάσαμε κι αυτά. Καταστροφή σας λέω!

Δεν είναι πόλη αυτή … δεν είναι μέρος να ζούνε άνθρωποι … απελπισία σκέτη!

 

(Ακούγεται μουσική και μπαίνει ένα παιδί – δεντράκι)

Δεντράκι:

(στεναχωρημένο και λυπημένο) Αχ, αχ … τι έχω πάθει το καημένο, το καψερό! Δε μου ’χει μείνει φυλλαράκι για φυλλαράκι. Ούτε ανθάκια βγάζω πια. Πάει, χάθηκε η ομορφιά μου. Δε με προσέχει κανείς. Όλοι με περιφρονούν και λένε: «Πφ! να και ένα γυμνό, ολόγυμνο δεντράκι, χωρίς φύλλα και άνθη. Ξερό, κατάξερο είναι. Τι απαίσιο!». Και ποιοι νομίζετε ότι τα λένε αυτά; Δεν ξέρετε; Να σας το πω εγώ. Τα λένε οι άνθρωποι … μάλιστα οι άνθρωποι.

Παιδί :

Δεντράκι, ε καλό μου δεντράκι, είμαι και εγώ εδώ. Τι έπαθες και τα ’βαλες με τους ανθρώπους; Δεν είναι όλοι ίδιοι οι άνθρωποι. Είμαστε και μεις τα παιδιά. Το ξεχνάς;

Δεντράκι:

Α να κι ένα παιδάκι … Δε σε πρόσεξα, καλέ. Γιατί τα λέω όλα αυτά; Τα λέω για να ξεσκάσω, να διώξω το θυμό που ’χω μέσα μου. Οι άνθρωποι φταίνε για τα χάλια μου. Αυτοί δεν άφησαν δέντρο για δέντρο … τα κόψανε όλα για να κτίσουν τσιμεντένια κτήρια. Και μένα, που έμεινα μονάχο μου σ’ αυτή την απαίσια πόλη, ούτε που με προσέχουν. Δε με ποτίζουν, δε με κλαδεύουν, δεν κάνουν τίποτα για μένα. Τίποτα … τίποτα …

Παιδί:

Έχεις δίκιο… απόλυτα δίκιο. Είμαστε απαράδεκτοι … καλά κάνεις που μας ψέλνεις τον εξάψαλμο!

Δεντράκι:

Αμ και τα αδελφάκια μου στο δάσος! Τα περιποιήθηκαν κι αυτά δεόντως. Τα έκαψαν όλα. Μαύρα κούτσουρα έμειναν μόνο στο δάσος. Δεν πρασινίζει τίποτα… δεν υπάρχει δέντρο ούτε για δείγμα. Έμεινα εγώ μονάχο σ’ αυτή την πόλη, έρημο, χωρίς φίλους, χωρίς συντροφιά. Αχ και να ’φευγα απ’ αυτή την πόλη … αχ και να μπορούσα να φύγω …

Παιδί:

Έχεις απόλυτο δίκιο, αλλά μη μας βάζεις, σε παρακαλώ, όλους στο ίδιο τσουβάλι. Μπορεί οι μεγάλοι να κάνουν το κακό και να σας καταστρέφουν, αλλά …

Δεντράκι:

Μα δεν καταλαβαίνουν ότι καταστρέφοντας εμάς, καταστρέφουν και την υγεία τους;

Παιδί:

Μπορεί … δεν ξέρω. Αλλά, καλό μου δεντράκι, υπάρχουμε και μεις τα παιδιά. Εγώ, να το ξέρεις, σ’ αγαπώ πολύ και θα σε φροντίζω. Για πες μου, που μένεις; Χρόνια είχα να δω δεντράκι στη γειτονιά μου!

Δεντράκι:

Α να κι ένας καλός άνθρωπος. Εμ βέβαια … παιδάκι είναι … Μόνο στα παιδιά ελπίζουμε πια εμείς τα δεντράκια. Προσέχετε όμως! Μη μοιάσετε κι εσείς τους μεγάλους. Έχετε τη ζωή μπροστά σας. Πώς θα ζήσετε χωρίς πράσινο, χωρίς καθαρό οξυγόνο; … Που μένω είπες; Χμ … λίγο μακριά από ’δω… στην κεντρική λεωφόρο. Είμαι το μοναδικό δεντράκι εκεί … έτσι ξερό, χωρίς φυλλαράκια … μόνο μου κι απροστάτευτο.

Παιδί:

Θα σε προστατεύω, θα σε φροντίζω εγώ από δω και πέρα. Θα ’ρχομαι να σε ποτίζω, να σε σκαλίζω, να σε κλαδεύω … και θα ξαναγίνεις, στο υπόσχομαι, ένα φουντωτό, καταπράσινο δεντράκι.

Δεντράκι:

Να σε πιστέψω;

Παιδί:

Και βέβαια να με πιστέψεις. Θα είμαι πάντα κοντά σου… Φύλακας άγγελός σου.

Δεντράκι:

Ευχαριστώ, ευχαριστώ! Τώρα που βρήκα έναν τόσο καλό φίλο, θα το σκεφτώ αν θα φύγω απ’ αυτή την άθλια πόλη … ή μάλλον το αποφάσισα. Θα μείνω εδώ και με τη φροντίδα σου θα γίνω ένα πανέμορφο, καμαρωτό δεντράκι, να με βλέπουν οι άνθρωποι αυτής της πόλης και να ξέρουν τι ομορφιά έχουν χάσει…

Τραγουδούν το τραγούδι «Δεν είναι πόλη αυτή», από το δίσκο «Ο μάγος με τα χρώματα» και βγαίνουν από τη σκηνή.

 

ΣΚΗΝΗ 2η

Μπαίνει στη σκηνή ένα παιδί τραγουδώντας το τραγούδι «Τι να πω», διασκευή του ομώνυμου τραγουδιού του Μ. Λοΐζου και της Χαρούλας Αλεξίου.

Άλκης (τραγουδάει):

Τι να πω σε μια πόλη

με καπνούς και τσιμέντα

τα κομπιούτερ δε λένε

για αγάπη κουβέντα … τι να πω

 

Τι να πω Παναγιά μου

που τη νύχτα τη μέρα

αναπνέουμε όλοι

μολυσμένο αέρα … τι να πω

 

Μα τι να πω τέλος πάντων

ντρέπομαι και να το πω

πως σε μια τέτοια μαυρίλα

δε μπορώ πια να ζω

 

(Μπαίνει στη σκηνή άλλο παιδί, ο Μάνος) 

Μάνος:

Γεια σου, Άλκη … Πού τη βρίσκεις, βρε παιδί μου, την όρεξη και τραγουδάς; Και τι τραγούδι είναι αυτό; Παραπονιάρικο μου φαίνεται…

Άλκης:

Τι να τραγουδώ, Μάνο! Τον πόνο μας τραγουδώ, το παράπονό μας. Δεν έχουμε ένα χώρο της προκοπής να παίξουμε και μεις σαν παιδιά, ανοίγουμε το στόμα μας και καταπίνουμε δηλητήριο.

Μάνος:

Τι να κάνουμε, μπορούμε να κάνουμε τίποτα; Έτυχε να ζούμε σ’ αυτή την πόλη και θα ζήσουμε. Τι μπορούμε ν’ αλλάξουμε εμείς τα παιδιά; Αυτά τα κουμαντάρουν οι μεγάλοι και αλίμονό μας έτσι που τα καταφέραν!

Άλκης:

Είδες τι έγινε προχτές; Κάηκε και το τελευταίο δάσος που μας είχε απομείνει. Πύρινη κόλαση!

Μάνος:

Ποιοι ασυνείδητοι είναι αυτοί, τέλος πάντων, που καίνε τα δάση; Δεν καταλαβαίνουν ότι έτσι όπως πάμε, θα ψοφήσουμε σαν τα ποντίκια;

Άλκης:

Εγώ, Μάνο, στο λέω … Δεν αντέχω άλλο σ’ αυτή την πόλη. Μια μέρα θα φύγω. Κι αν δεν μπορέσω να φύγω από δω, να ξέρεις πως όταν μεγαλώσω και γίνω υπουργός περιβάλλοντος – πού ξέρεις, μπορεί και να γίνω! – πρώτη μου φροντίδα θα είναι το καθαρό και υγιεινό περιβάλλον.

(Μπαίνει άλλο παιδί)

Σίμος:

Εεεεπ! Να ’μαι και ’γω. Τι ακούω; Ποιος θα γίνει υπουργός όταν μεγαλώσει; Τι μεγαλοπιάσματα είναι αυτά;

Άλκης:

Εγώ, Σίμο … Γιατί; Δε σου γεμίζω το μάτι; Θα γίνω υπουργός, για να φτιάξω το περιβάλλον ανθρώπινο.

Σίμος:

Σιγά μη γίνεις και πρωθυπουργός, Άλκη! Άσε τις υπερβολές και ελάτε να παίξουμε καμιά ωρίτσα στο πεζοδρόμιο, γιατί έχουμε και διάβασμα.

Μάνος:

Άσε το παιχνίδι για σήμερα, Σίμο … και σιγά το παιχνίδι! Κάθε μέρα κυνηγητό παίζουμε  … ούτε τόπι δεν μπορούμε να κλοτσήσουμε.

Σίμος:

Αν κάνουμε πως βγάζουμε μπάλα, δεν τα ξέρεις; Αρχίζει η κυρα– Μαρία τις φωνές: «Φύγετε από δω σκασμένα, θα μου σπάσετε την τζαμαρία». Στρίγκλα η κυρία!

Μάνος:

Αμ ο άλλος, ο κυρ Αλέκος, ο εφοριακός! Μόλις μας βλέπει έτοιμους για παιχνίδι, αρχίζει τις αγριοφωνάρες: «Θα σπάσετε το παμπρίζ του αυτοκινήτου μου, βρε διαολεμένα!». Να πεις ότι έχει και κανένα αυτοκίνητο της προκοπής πάει στα κομμάτια … μια Λάντα έχει και νομίζει πως έχει Μερσεντές.

Σίμος:

Υστερικοί έχουν γίνει οι μεγάλοι, βρε παιδάκι μου! Υστερικοί και παράξενοι…

Mάνος:

Ρε παιδιά, τι μαρτύριο κι αυτό το πρωινό! Ξυπνώ κατά τις έξι τα χαράματα, ετοιμάζομαι με την ψυχή στο στόμα, παίρνω το σχολικό και φτάνω στο σχολείο στις οχτώ. Δυο ώρες δρόμο! Και στο γυρισμό, αν πέσουμε σε κίνηση, τέσσερις ώρες κάνουμε να φτάσουμε στο σπίτι! Απελπισία σας λέω!

Άλκης:

Ξέρετε τι είδα προχτές στο κέντρο της πόλης; Προχωρούσαμε με τη μάνα μου στο δρόμο. Ζέστη, καυσαέρια, φασαρία, ζούγκλα δηλαδή. Γυρίζω μια στιγμή και τι να δω! Μια παρέα νεαρών κυκλοφορούσε στους δρόμους με μάσκες οξυγόνου. Ίδιοι εξωγήινοι..

Μάνος: 

Ε, σε λίγο όλοι μας έτσι θα κυκλοφορούμε, μη σαπίσουν τα πνευμόνια μας απ’ τα καυσαέρια!

Σίμος:

Εμείς πάλι τι πάθαμε! Πάμε λέει να γιορτάσουμε την Πρωτομαγιά στην εξοχή. Ξεκινάμε κατά τις δέκα και βγαίνουμε στο μεγάλο δρόμο. Μυρμήγκια τ’ αυτοκίνητα, προχωρούσαμε σαν τις χελώνες. Φτάνουμε, τέλος πάντων, στο βουνό μετά από τρεις ώρες δρόμο και τα νεύρα μας σπασμένα. Οι άνθρωποι μιλιούνια! Βρίσκουμε ένα χώρο και καθόμαστε. Δεν προλάβαμε να χωνέψουμε το φαγητό κι ακούω τον πατέρα μου: «Ετοιμαστείτε, φεύγουμε. Να προλάβουμε πριν πλημμυρίσει ο δρόμος αυτοκίνητα και φτάσουμε μεσάνυχτα σπίτι». Φύγαμε, λοιπόν, κακήν κακώς. Πρωτομαγιά κι αυτή! Να σε φυλάει ο Θεός!

Άλκης:

Γι’ αυτό σας λέω ότι δεν είναι ζωή για παιδιά αυτή που ζούμε σε τούτη την πόλη. Εγώ φεύγω από την πόλη, εξαφανίζομαι σας λέω. Μόλις κλείσουν τα σχολεία, γίνομαι λούης … μην τον είδατε, φεύγω πάω για την πόλη του παππού μου, την όμορφη Αμαδρυάδα.

Μάνος:

Καλή ιδέα, τυχερός είσαι, Άλκη. Εμένα οι δικοί μου είναι από δω, γέννημα θρέμμα πρωτευουσιάνοι, κι αν πάμε καμιά βδομάδα στη θάλασσα καλά θα ’ναι … να λέμε κι ευχαριστώ!

Σίμος:

Και γω το ίδιο. Άτυχοι είμαστε εμείς οι δυο.  Άλκη, δε γίνεται να μας φιλοξενήσεις και μας στο σπιτικό του παππού σου;

Άλκης:

Δεν έχω αντίρρηση. Το σπίτι του παππού μου μεγάλο είναι, χίλιους καλούς χωράει. Μόνο που πρέπει να πάρετε άδεια απ’ τους γονείς σας.

Μάνος:

Όσο γι’ αυτό μη σκας. Θα τα καταφέρουμε. Θα γκρινιάξουμε, θα κλάψουμε, θα τσιρίξουμε. Τι θα κάνουν; Δε θα μας αφήσουν;

Σίμος:

Θα μας αφήσουν και θα πουν κι ένα τραγούδι! Και θα ’ρχονται κάθε Σαββατοκύριακο να μας βλέπουν.

Άλκης:

Σύμφωνοι, λοιπόν. Θα περάσουμε ένα καλοκαίρι μούρλια! Θα χορτάσουμε παιχνίδι και καθαρό αέρα στην εξοχή. Ζήτω η Αμαδρυάδα!

 

(Τραγουδούν μαζί το τραγούδι «Τι να πω»)

Τι να πω σε μια πόλη

με καπνούς και τσιμέντα

τα κομπιούτερ δε λένε

για αγάπη κουβέντα

 

Τι να πω, Παναγιά μου,

που τη νύχτα τη μέρα

αναπνέουμε όλοι

μολυσμένο αέρα … Τι να πω

 

Μα τι να πω τέλος πάντων

ντρέπομαι και να το πω

πως σε μια πόλη κουρέλι

δεν μπορώ πια να ζω

 

Τι να πω για τα δάση

π’ όλα καίγονται τώρα

πυρκαγιά τα σκοτώνει

στων Ελλήνων τη χώρα

 

Τι να πω για τ’ αηδόνι

που συνέχεια κλαίει

και τραγούδια στο δάσος

τώρα πια δε μας λέει … Τι να πω

 

Μα τι να πω τέλος πάντων

ντρέπομαι και να το πω

πως σε μια φύση καμένη

τώρα πια πως θα ζω …

 

ΣΚΗΝΗ 3η

Σκηνικό: Μια κωμόπολη κτισμένη μέσα σε καταπράσινο δάσος

(Φεύγουν τα παιδιά απ’ τη σκηνή. Μπαίνει η Αμαδρυάδα)

Αμαδρυάδα:

Γκουχ … γκουχ … γκουχ! Ουφ, θα σκάσω! Νέφος, αυτοκίνητα, φασαρία, ασφυξία θα πάθουμε! Όρσε … να μη στα χρωστάω! Πρωτεύουσα και συ! Τερατούπολη είσαι και φαίνεσαι! Έχουν δίκιο τα παιδιά. Καλά κάνουν και πήραν δρόμο από δω. Μάζεψαν τα μπογαλάκια τους και όπου φύγει φύγει. Όχι θα κάτσουν να σκάσουν, εδώ στην Τερατούπολη! Αύριο πρωί – πρωί φεύγω και γω. Πάω μαζί τους. Εξοχή, φίλοι μου, εξοχή! Αεράκι! Δροσιά! Ηρεμία! Και πράσινο, πολύ πράσινο! Δε με κρατάει τίποτα εδώ … ξυνό μου βγήκε το ταξιδάκι … φεύγω … ξαναγυρνώ στην όμορφη μικρή μας πόλη, την Αμαδρυάδα.

 

 Το σκηνικό μεταφέρεται στη μικρή πόλη Αμαδρυάδα

Μπαίνουν τα παιδιά τραγουδώντας το τραγούδι «Στις πλαγιές πρασινίζουν τα δέντρα», διασκευή του γνωστού τραγουδιού «Τα παιδιά ζωγραφίζουν στον τοίχο», του Γ. Χατζηνάσιου

 

Στις πλαγιές πρασινίζουν τα δέντρα

λαμπυρίζουν στον ήλιο τα φύλλα

έλα πάμε στο δάσος

να χαρούμε τη γλυκιά … ομορφιά του

 

Τα πουλιά κελαηδούνε με χάρη

κι η λαλιά τους γλυκιά μελωδία

πάμε τώρα στο δάσος

να χαρούμε μαγική … συναυλία

 

Τα παιδιά παίζουν μέσα στο δάσος

παίζουν, τρέχουν, πηδούν και γελούνε

τα πνευμόνια ανοίγουν

και χορταίνουν καθαρό … οξυγόνο

 

Στεφανής:

Λίγο έξω από την πόλη

δάσος έχουμε πυκνό

πεύκα έλατα πλατάνια

φτάνουν ως τον ουρανό.

Περικλής:

Στέλνει σ’ όλους μας εδώ

αεράκι δροσερό

οξυγόνο μας χαρίζει

τα πνευμόνια μας γεμίζει

Χαρούλα:

Σαν περάσεις από κει

των πουλιών η μουσική

σου χαϊδεύει το αυτί.

Συναυλία μαγική

Σοφία:

Το δάσος δίνει τη χαρά

τα ξύλα του και τη δροσιά

Δε ζητάει και πολλά.

Προσοχή όμως παιδιά

μην καεί από φωτιά

από μεγάλη πυρκαγιά

Στεφανής:

Ααα! Πάρτε όλοι μια ανάσα, παιδιά. Μια βαθιά ανάσα, να γεμίσουν τα πνευμόνια μας οξυγόνο.

Παιδιά (μαζί):

Ααα! Όμορφα, υπέροχα! Ααα!

Περικλής:

Ελάτε, τι καθόμαστε! Πάμε στο δάσος για παιχνίδι και εξερεύνηση.

Χαρούλα:

Εεεπ! Για σταθείτε, για περιμένετε. Βλέπω να ’ρχονται κάτι καινούργιοι.

Σοφία:

Πότε ήρθαν αυτοί στην Αμαδρυάδα και δεν τους πήραμε χαμπάρι;

Περικλής:

Σα χλωμούς τους βλέπω, ασπρουλιάρηδες. Σίγουρα απ’ την πρωτεύουσα είναι…

Παιδιά (από την πόλη):

Γεια σας, παιδιά.

Παιδιά:

Γεια στα φιλαράκια μας.

Σίμος:

Ήρθαμε από την πρωτεύουσα. Χτες το απόγευμα φτάσαμε…

Μάνος:

Θα περάσουμε όλο το καλοκαίρι εδώ μαζί σας, στην εξοχή.

Άλκης:

Μας θέλετε στην παρέα σας;

Σοφία:

Και το ρωτάς; Ελάτε, θα περάσουμε καλά.

Χαρούλα:

Παιδιά, εμπρός πάμε για το δάσος. Όλοι στο δάσος για παιχνίδι.

Σίμος:

Και θα μπούμε βαθιά μέσα στο δάσος; Θα μας φάνε οι λύκοι!

Περικλής:

Ε, όχι βέβαια. Εδώ στην άκρη της πόλης θα πάμε, εκεί που μόλις αρχίζει το δάσος. Εκεί πάμε καθημερινά και παίζουμε.

Σοφία:

Κάνουμε και εξερευνήσεις, Περικλή, μην το ξεχνάς. Και τι δεν έχουμε ανακαλύψει και τι δεν έχουμε δει: αλεπούδες, λαγούς, χελώνες, έλατα, οξιές αναρριχώμενα φυτά! Παράδεισος είναι το δάσος μας.

Άλκης:

Ζωηρούς σας βλέπω και ροδοκόκκινους … γεμάτους ζωή!

Χαρούλα:

Ας είναι καλά το εργοστάσιό μας.

Μάνος:

Τι έχετε κι εδώ εργοστάσια. Φτου! Από εργοστάσια φύγαμε, σε εργοστάσια πέσαμε ξανά.

Στεφανής:

Χαχαχά! Το δικό μας εργοστάσιο δεν είναι σαν τα δικά σας. Είναι εργοστάσιο φυσικό.

Σίμος:

Τι; Φυσικό; Τι φυσικό, βρε παιδιά; Φυτρώνει από μόνο του; Τι σόι εργοστάσιο είναι αυτό;

Σοφία:

Είναι εργοστάσιο παραγωγής οξυγόνου.

Περικλής:

Το δάσος, βρε κουτοί, το δάσος μας! Αυτό μας χαρίζει υγεία, καθάριο οξυγόνο!

Άλκης:

Εμπρός, λοιπόν, τι καθόμαστε; Πάμε για το δάσος. Όλοι στο δάσος για παιχνίδι.

 

(Ακούγεται το Τραγούδι «Ξύπνα λουλούδι του δάσους» των Apurimac από το δίσκο «Μάνα γη» και βγαίνουν απ’ τη σκηνή.)

  

ΣΚΗΝΗ 4η

Σκηνικό: Ένας καφενές με τραπεζάκια στην αυλή του

Μπαίνει στη σκηνή η νύμφη Αμαδρυάδα και μετά απ’ αυτή κάτοικοι της Αμαδρυάδας.

Αμαδρυάδα:

Φίλοι μου, είναι υπέροχο, είναι θαύμα να ζεις στη φύση, μέσα στο πράσινο, στον καθάριο αέρα. Γίνεσαι άλλος άνθρωπος, βρε παιδάκι μου. Η ψυχολογία σου ανεβαίνει, ευφραίνεται η καρδιά σου! Είναι πολύ τυχεροί άνθρωποι, φίλοι μου, οι κάτοικοι της Αμαδρυάδας… Ό,τι πολυτιμότερο έχει αυτός ο τόπος, είναι το πυκνό δάσος που τον περικυκλώνει. Κοιτάς γύρω σου και ανοίγει το μάτι σου .. παντού πράσινο.

Αααχ, όμορφη, υγιεινή η ζωή εδώ στην όμορφη Αμαδρυάδα. Ας πάρουμε όμως μια μικρή γεύση απ’ τη ζωή των κατοίκων της.

 

(Φεύγει η Αμαδρυάδα και μπαίνει στη σκηνή ο Γιάννος, κάτοικος της πόλης)

Γιάννος:

Όμορφη μέρα … λιακάδα και δροσιά… ό,τι καλύτερο! Κυριακή σήμερα, ξεκούραση. Άσε τις δουλειές και τις σκοτούρες να περιμένουν. Απ’ αύριο, Δευτέρα, έχει ο Θεός.

(Βλέπει τον Κωνσταντή και φωνάζει)

Εεε Κωνσταντή, για πού το ’βαλες πρωινιάτικα. Κυριακή σήμερα και συ πας για δουλειά; Έλα, κάτσε να πιούμε ένα καφεδάκι. Σε λίγο θα ‘ρθουν και τα φιλαράκια μας απ’ την εκκλησία. Όπου να ’ναι  σχολάει ο παπα-Λάμπρος και θα φανούνε.

Κωνσταντής:

Καλημέρα, Γιάννο. Έκατσες για καφεδάκι, ε; Εγώ πάω ως το δάσος να μαζέψω κάτι ξύλα, απομεινάρια, για το τζάκι μου το χειμώνα. Λέω να κάψω και κάτι ξερόκλαδα και αγριόχορτα που σκέπασαν το χωράφι μου. Βλέπεις, άλλη μέρα καθημερινή δε μ’ αφήνουν οι δουλειές στην οικοδομή.

Γιάννος:

Έλα, βρε Κωνσταντή, κάτσε να πιεις ένα καφεδάκι και μετά πας στο καλό. Έλα κάτσε…

Κωνσταντής:

Άντε, ας κάτσω για λίγο. Έφυγα βιαστικά από το σπίτι και καφεδάκι δεν ήπια. Ας κάτσω λιγουλάκι… η δουλειά μου στο χωράφι δεν είναι πολλή. Θα προλάβω να τελειώσω πριν δύσει ο ήλιος.

Γιάννος:

Κωνσταντή, το δάσος και τα μάτια μας! Το δάσος είναι πλούτος για τον τόπο μας.

(Φωνάζει τον καφετζή)

Μιχαλιό, πιάσε δυο καφεδάκια μερακλήδικα. Έτσι που λες Κωνσταντή, το δάσος και τα μάτια μας! Απ’ αυτό ζούμε … θα πας είπες να κάψεις ξερόκλαδα και αγριόχορτα στο χωράφι σου;

Κωνσταντής:

Το ’χα προγραμματίσει από καιρό, Γιάννο, αλλά να τώρα βρήκα ευκαιρία. Σ’ αφήνουν οι δουλειές;

Γιάννος:

Πρόσεξε, Κωνσταντή! Το χωράφι σου είναι δίπλα στο δάσος. Πήρες τα απαραίτητα μέτρα; Μη σου ξεφύγει καμιά σπίθα και κάψεις το δάσος!

Κωνσταντής:

Τα προνόησα όλα, Γιάννο. Και άδεια από το Δασαρχείο πήρα και το χωράφι μου αυλάκωσα γύρω γύρω μη ξεφύγει η φωτιά. Δεν είναι να παίζεις με τη φωτιά. Πυρ, γυνή και θάλασσα δε λένε; Πρέπει να παίρνουμε τα μέτρα μας λοιπόν …

Γιάννος:

Α… να, ήρθαν και τα καφεδάκια μας…

Μιχαλιός (καφετζής):

Καλημέρα σας … Έτοιμα τα καφεδάκια σας … περιποιημένα … περιποιημένα…

Γιάννος (πίνει):

Μπράβο, βρε Μιχαλιό, τέτοιο καϊμακλίδικο καφέ, δεν πιστεύω να κάνει άλλος. Είσαι και ο πρώτος!

Μιχαλιός::

Νάτα μας, νάτα μας … έρχονται και οι άλλοι της παρέας. Μόλις σχόλασε φαίνεται ο παπα-Λάμπρος.

Καλώς τους … καλώς τους … τώρα αμέσως φέρνω τα καφεδάκια σας.

(Μπαίνουν στη σκηνή οι κάτοικοι της Αμαδρυάδας)

Όλοι:

Καλημέρα σας …

Πάνος:

Άντε, βρε Μιχαλιό, κάνε γρήγορα και ’χεις πολλή δουλειά σήμερα.

Φώτης:

Εμ βέβαια … Κυριακή σήμερα και χιλιάδες έφτασαν οι επισκέπτες απ’ την πρωτεύουσα. Έχουν ανάγκη από εξοχή βλέπεις οι πρωτευουσιάνοι.

Νάσος:

Χαμός γίνεται κάθε Σαββατοκύριακο στην πόλη μας. Ψάχνουν οι άνθρωποι λίγη δροσιά, τους έφαγε τους φουκαράδες το νέφος, η ζέστη και η φασαρία στην πρωτεύουσα.

Γιάννος:

Έρχονται μαθές εδώ στην Αμαδρυάδα για δροσιά και ξεκούραση, ανεβαίνουν στο βουνό για ορειβασία, κάνουν τζόκινγκ και αναπνέουν καθαρό αέρα. Στο δάσος στρώνουν κατάχαμα, κάτω απ’ τον παχύ ίσκιο των δέντρων, τρώνε, ξεκουράζονται και απολαμβάνουν τη φύση. Πού να βρουν στην πρωτεύουσα τέτοιες «πολυτέλειες»!

Νάσος:

Τρώνε, τρώνε, χορταίνουν καλά … απολαμβάνουν την ομορφιά του δάσους, αλλά πολλοί απ’ αυτούς δεν κάνουν τον κόπο να μαζέψουν τα σκουπίδια και ο τόπος μοιάζει «βομβαρδισμένη» περιοχή, όταν φεύγουν. Ασυνείδητοι, παιδί μου, ασυνείδητοι!

Φώτης:

Δεν μπορώ να καταλάβω τη νοοτροπία αυτών των ανθρώπων. Στο σπίτι τους έτσι τα πετάνε τα σκουπίδια τους; Δεν καταλαβαίνουν ότι και η φύση είναι το μεγάλο μας σπίτι και πρέπει να το διατηρούμε καθαρό;

Γιάννος:

Ναι, αυτό πράγματι είναι πρόβλημα και κάτι πρέπει να γίνει. Όμως, πέρα απ’ αυτό, πρέπει να παραδεχτούμε ότι όλοι αυτοί οι επισκέπτες δίνουν ζωή στην πόλη μας, αφήνουν πολλά χρήματα, τα μαγαζιά δεν προλαβαίνουν να δίνουν. Να, για παράδειγμα, ο Μιχαλιός θα τα κονομήσει γερά σήμερα.

Μιχαλιός:

Έεετοιμα τα καφεδάκια σας. Τι ακούω; Για το πορτοφόλι μου μιλάτε; Τι να γίνει, βρε παιδιά, ένα Σαββατοκύριακο περιμένουμε και μεις να βγάλουμε καλό μεροκάματο.

Κωνσταντής:

Ωχ! Με την κουβέντα ξεχάστηκα. Φεύγω … δε  θα προλάβω να τελειώσω τις δουλειές μου … θα με πάρει η νύχτα (φεύγει).

Γιάννος:

Γειά σου, Κωνσταντή, κι όπως είπαμε…Με προσοχή! Δεν έχει μπέσα η φωτιά. Πυρ, γυνή και θάλασσα είπαμε, μην το ξεχνάς.

Κωνσταντής:

Έννοια σας και πήρα τα μέτρα μου … και άδεια απ’ το Δασαρχείο έχω.

Πάνος:

Ε, κυρ δάσκαλε, πες μας καμιά κουβέντα, που ’πεσες με τα μούτρα στην εφημερίδα!

Δάσκαλος:

Τι να πω, φίλοι μου. Ανοίγεις να διαβάσεις την εφημερίδα και μαυρίζει η ψυχή σου.

Νάσος:

Γιατί κυρ δάσκαλε, κάνα έγκλημα έγινε πάλι;

Φώτης:

Αμ, γράφουν και τίποτα άλλο, όλα τέτοια γράφουν. Κι αυτά τα κανάλια της τηλεόρασης, ακόμα χειρότερα απ’ τις εφημερίδες.

Δάσκαλος:

Ναι, Βάσο μου, έγκλημα έγινε, έγκλημα μεγάλο, αλλά όχι αυτό που νομίζετε.

Πάνος:

Και σαν τι το τρομερό έγινε, κυρ δάσκαλε;

Δάσκαλος:

Έγκλημα κατά της φύσης έγινε. Και το έγκλημα αυτό γίνεται συχνά, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες, στη δόλια την πατρίδα μας. Να ακούστε: «Χιλιάδες στρέμματα δάσους έγιναν στάχτη από μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε χθες βράδυ στο μοναδικό πράσινο πνεύμονα στα περίχωρα της πρωτεύουσας. Οι εμπρηστές και οικοπεδοφάγοι ξαναχτύπησαν πάλι. Πού θα σταματήσει αυτό το κακό;».

Φώτης:

Βρε, τους εγκληματίες! Να τους πιάσουν, να τους κλείσουν φυλακή για όλη τους τη ζωή.

Δάσκαλος:

Τι θα γίνει, φίλοι μου; Πού θα πάει αυτό το κακό; Κάθε χρόνο τα ίδια και τα ίδια. Εκατοντάδες φωτιές καταστρέφουν το πράσινο, καταστρέφουν τη φύση. Πού πάμε; Δε θ’ αφήσουμε τίποτα όρθιο; Τι θα παραδώσουμε στα παιδιά μας; Καμένη γη;

Νάσος:

Άντε, πάλι τα ίδια θα ’χουν φέτος το χειμώνα στην πρωτεύουσα. Θυμάστε πέρυσι τις μεγάλες πλημμύρες; Κάηκαν τα δάση, δεν υπάρχουν δέντρα να συγκρατήσουν τα νερά της βροχής, μπάζωσαν και τα ρέματα για να κτίσουν αυθαίρετα σπίτια, και οι πλημμύρες τους έπνιξαν.

Δάσκαλος:

Έτσι είναι. Η φύση εκδικείται και εκδικείται σκληρά.

Γιάννος:

Ας έχουμε το νου μας μην πάθουμε και μεις τα ίδια. Μην πάρει φωτιά και το δικό μας δάσος, γιατί καταστραφήκαμε. Τα μάτια μας δεκατέσσερα λοιπόν!

Δάσκαλος:

Να, όμως, και μια καλή είδηση. Κάτι γράφει εδώ, κάτι που ’γινε στην Αμερική. Για ακούστε … για ακούστε: «Ένα κορίτσι 15 χρονών, η Άλις Χιουζ, ζει, εδώ και τρεις μήνες, στα κλαδιά ενός αιωνόβιου δέντρου κοντά στο σπίτι της. Το έκανε αυτό για να διαμαρτυρηθεί, γιατί η τοπική κυβέρνηση ψήφισε νόμο που προβλέπει ότι όλη η δεντρόφυτη περιοχή, χιλιάδες στρέμματα, θα καταστραφεί για να κτιστούν πολυκατοικίες. Η Άλις όσο και να την παρακαλάνε, δεν κατεβαίνει από το δέντρο. Δηλώνει ότι θα μείνει εκεί μέχρις ότου η κυβέρνηση καταργήσει το νόμο.»

Γιάννος:

Μπράβο θάρρος το κορίτσι! Σπουδαία η Άλις!

Νάσος:

Και πρωτότυπο τρόπο βρήκε να διαμαρτυρηθεί!

Δάσκαλος:

Έτσι είναι, φίλοι μου. Ο καθένας μας μπορεί να κάνει κάτι, για να σωθεί το φυσικό περιβάλλον, να σωθεί η φύση. Αν υπάρχει ατομική ευθύνη, τότε υπάρχει και συλλογική και μπορούμε να πάμε μπροστά, να προκόψουμε και για να πάμε μπροστά, βασική προϋπόθεση είναι ο σεβασμός στη φύση, η αρμονική μας συμβίωση με το φυσικό περιβάλλον. Για ακούστε και παρακάτω … έχει ενδιαφέρον: «Η Άλις στα κλαδιά του αιωνόβιου δέντρου έκτισε ένα μικρό ξύλινο κουτί – σπιτάκι και κει τρώει εκεί διαβάζει εκεί κοιμάται. Κατεβαίνει μόνο για να προμηθευτεί τρόφιμα και για τη φυσική της ανάγκη. Κάθε τόσο εκπρόσωποι της κυβέρνησης την επισκέπτονται και προσπαθούν να τη μεταπείσουν. Η Άλις, όμως, δεν καταλαβαίνει από τέτοια. Όσο κι αν την παρακαλάνε, δηλώνει πεισματικά: «Καταργήστε το νόμο που καταστρέφει τη φύση και γω κατεβαίνω από το δέντρο!».

Πάνος:

Μπράβο στο κορίτσι, μπράβο του. Αυτό θα πει να αγωνίζεσαι για το μέλλον σου, για τη ζωή σου…

Νάσος:

Και έπρεπε να το κάνει αυτό ένα παιδί; Εμείς οι μεγάλοι, άστα να πάνε … έχουμε γίνει χοντρόπετσοι, έχουμε γαϊδουροποιηθεί τελείως.

Δάσκαλος:

Όλα δανεισμένα τα έχουμε, κύριοι, δανεισμένα από τους προγόνους μας … Δε ζούμε για να καταστρέφουμε τη φύση. Ό,τι μας δάνεισαν οι πρόγονοί μας, πρέπει να το παραδώσουμε στα παιδιά μας στο ακέραιο …

Πάνος:

Και με τους ανάλογους τόκους βέβαια…

 

(Ακούγεται το τραγούδι «Όλα είναι δανεισμένα» από το δίσκο των Apurimac “Μάνα Γη”. Οι κάτοικοι της Αμαδρυάδας τραγουδούν το τραγούδι και φεύγουν).

 

ΣΚΗΝΗ 5η

Αμαδρυάδα:

Τα παιδιά έφτασαν στο δάσος, στο πράσινο εργοστάσιο της φύσης. Όμως αντί για παιχνίδι αποφάσισαν να κάνουν μια εξερεύνηση, να δείξουν και στους φίλους τους τους πρωτευουσιάνους τις ομορφιές και τα πλούτη του δάσους. Να γνωρίσουν από πρώτο χέρι τους θησαυρούς που κρύβει το δάσος μας.

Όμως, παράξενα πράγματα έγιναν εκείνη την ημέρα. Παράξενα και θαυμαστά.

(Μπαίνουν στη σκηνή τα παιδιά) 

Άλκης:

Ποπό! Τι ομορφιά! τι πράσινο! Ευλογία Θεού! Κάπως έτσι πρέπει να ’ναι και ο παράδεισος!

Χαρούλα:

Ακούστε τα πουλιά. Συναυλία πραγματική, λες και βρισκόμαστε στο Μέγαρο Μουσικής! Άκου, άκου, Άλκη, ένα αηδόνι. Τι γλυκιά λαλιά είναι αυτή, παιδιά! Θαύμα!

Σίμος:

Κι αυτά εδώ τι δέντρα είναι, Στεφανή;

Στεφανής:

Αυτά είναι οξυές και κει πέρα αυτά που βλέπετε, είναι έλατα κι αυτό εδώ το αναρριχώμενο είναι ο κισσός.

Σοφία:

Και αγριολούλουδα ένα σωρό γύρω μας! Ένα τοπίο σκέτη ζωγραφιά. Σαν κι αυτές που ζωγραφίζω και γω στο σχολείο, μόνο που τούτη δω είναι πραγματική, ζωντανή!

Περικλής:

Παιδιά, παιδιά, ελάτε εδώ. Ελάτε να δείτε τη φωλιά ενός λαγού. Ο σπιτονοικοκύρης λείπει, σίγουρα βγήκε για βοσκή.

Σίμος:

Ααα … πρώτη μου φορά βλέπω φωλιά λαγού. Περιποιημένη την έχει. Είναι καλός νοικοκύρης ο κυρ λαγός. Και δε μου λες, Περικλή, τι άλλα ζώα ζουν εδώ στο δάσος; Ελάφια έχει;

Περικλής:

Αμ, δεν έχει … έχει και παραέχει. Και ελάφια και ζαρκάδια και λύκους και αλεπούδες και ασβούς και ό,τι βάλει ο νους σας.

Μάνος:

Παιδιά, τι γκαπ γκουπ είναι αυτά που ακούγονται; Κανένα ξωτικό είναι;

Σοφία:

Μπα…κάνας ξυλοκόπος θα ’ναι που κόβει ξύλα…

Στεφανής:

Και γιατί κόβουν, παρακαλώ, τα όμορφα δεντράκια; Δεν απαγορεύεται αυτό; Να ειδοποιήσουμε το Δασαρχείο.

Περικλής:

Με άδεια του Δασαρχείου τα κόβουν, Στεφανή. Κόβουν δέντρα, για να αραιώσει το δάσος, να αναπνεύσει και να φουντώσει περισσότερο. Κόβουν ακόμα δέντρα, για να κάνουν αντιπυρικές ζώνες, να προστατεύεται το δάσος απ’ τη φωτιά.

Σίμος:

Παιδιά, πολύ προχωρήσαμε, αρχίζω και φοβάμαι. Δε γυρνάμε λέω γω;

Σοφία:

Έλα, βρε Σίμο, τόσο φοβιτσιάρης είσαι;

Μάνος:

Παιδιά, κάτι ακούω … κάτι βλέπω … κάτι σαν ξωτικά. Πάμε γρήγορα να κρυφτούμε … θα μας αρπάξουν τα ξωτικά του δάσους.

Σίμος:

Ναι, ναι…τα βλέπω και γω! Πάμε να φύγουμε γρήγορα.

(Φεύγουν αναστατωμένα τα παιδιά απ’ τη σκηνή. Ακούγεται μουσική και μπαίνουν στη σκηνή οι Αμαδρυάδα και οι τρεις αδερφούλες της.)

Αμαδρυάδα:

Ε, καιρός να σας γνωρίσω και τις αδερφούλες μου, τις Αμαδρυάδες. Κοιτάξτε τις … πανέμορφες δεν είναι; Κούκλες …

Νύμφη 1:

Είμαστε οι νύμφες

του δάσους οι κυράδες

οι όμορφες Αμαδρυάδες

Νύμφη 2:

Πριν χιλιάδες χρόνια

έδωσε ο Δίας εντολή

μες στο δάσος, μες στη φύση

να περνάμε τη ζωή

Νύμφη 3:

Έχουμε το δάσος σπίτι

και τα δέντρα συντροφιά

κάνουμε καλή παρέα

με τα ζώα, τα πουλιά.

Νύμφη 1:

Τρέχουμε και τραγουδάμε

μες στο δάσος όλη μέρα

και τα ξέπλεκα μαλλιά μας

κυματίζουν στον αέρα.

Νύμφη 2:

Χορταίνουμε τον ίσκιο, τη δροσιά

μες στην πρασινάδα, μες στις φυλλωσιές

πίνουμε νερό και ξεδιψάμε

από γάργαρες πηγές

Νύμφη 3:

Είμαστε οι νύμφες

κόρες των θεών

άγρυπνοι φρουροί

όλων των δασών

Μαζί:

Είμαστε οι νύμφες

του δάσους οι κυράδες

οι όμορφες Αμαδρυάδες.

(Ακούγεται μουσική και φεύγουν. Ακούγεται μουσική και μπαίνει η κοκκινοσκουφίτσα)

Κοκκινοσκ.:

Τριαλαρί τριαλαρό

τριαλαρί τριαλαρό

μες στο δάσος περπατώ

πάω στη γιαγιά μου φαγητό

λύκε, λύκε, είσαι δω;

Τριαλαρί τριαλαρό …

Αχ τι ομορφιά, τι δροσιά! Ας κάτσω λίγο να ξεκουραστώ, ν’ αναπνεύσω καθαρό, δροσερό αεράκι. Ποπό μαργαρίτες, παπαρούνες, κυκλάμινα! Ας μαζέψω λίγα αγριολούλουδα. Θα φτιάξω μια ανθοδέσμη μούρλια για την καλή γιαγιά μου. Τριαλαρί τριαλαρό … τριαλαρί τριαλαρό …

Λύκος:

Βρε βρε, η φίλη μου η Κοκκινοσκουφίτσα. Γεια σου, Κοκκινοσκουφίτσα, γεια σου, καλή μου φιλενάδα.

Κοκκινοσκ.:

Καλέ, ποιος με φωνάζει μες στην ερημιά;

Λύκος:

Εγώ είμαι, Κοκκινοσκουφίτσα! Ο λύκος του δάσους. Δε με γνωρίζεις;

Κοκκινοσκ.:

Πώς δε σε γνωρίζω! Είναι δυνατόν να μη γνωρίζω το φίλο μου το λύκο, τον κυρ Νικόλα; Αιώνες τώρα το παραμύθι μας περνάει από γενιά σε γενιά.

Λύκος:

Α ναι το παραμύθι μας! Τι ιστορία κι αυτή! Ποιος παλιάνθρωπος έφτιαξε το παραμύθι και είπε πως εγώ, ο λύκος, τρώω κοριτσάκια και γιαγιάδες; Από τότε δεν έχω δει θεού πρόσωπο. Κακό με ανεβάζουν, κακό με κατεβάζουν. Καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα που λένε.

Κοκκινοσκ.:

Έλα, κυρ Νικόλα, μη στενοχωριέσαι, δεν είσαι κακός δεν τρως ανθρώπους, ένα παραμύθι είναι.

Λύκος:

Πες το δυνατά, Κοκκινοσκουφίτσα, να τ’ ακούσουν τα παιδιά πως δεν είμαι κακός και πως δεν τρώω ανθρώπους.

Κοκκινοσκ.:

Παιδιά, ο λύκος δεν είναι κακός και σας το βεβαιώνω εγώ, η Κοκκινοσκουφίτσα. Ούτε εμένα έφαγε ποτέ ούτε τη γιαγιά μου … ένα παραμύθι είναι. Ο λύκος τρώει μόνο ζώα του δάσους, μα γι’ αυτό δε φταίει αυτός … έτσι τον έπλασε ο θεός.

Λύκος:

Σ’ ευχαριστώ, Κοκκινοσκουφίτσα, αποκατέστησες το όνομά μου … Καιρός ήταν. Έτσι μπράβο, να δούμε και μεις θεού πρόσωπο σ’ αυτή την κοινωνία. Να σου πω όμως κάτι, Κοκκινοσκουφίτσα; Εσείς οι άνθρωποι είστε χειρότεροι από τους λύκους.

Κοκκινοσκ.:

Γιατί το λες αυτό, κυρ-Νικόλα;

Λύκος:

Έχω ράμματα για τη γούνα σας, καλή μου. Δεν κάνετε συνέχεια πολέμους; Κάνετε. Μήπως δεν καταστρέφετε καθημερινά το περιβάλλον; Μήπως δεν καίτε τα δάση για να κτίσετε βίλες; Ξέρεις Κοκκινοσκουφίτσα πόσα σπίτια έχω αλλάξει τα τελευταία χρόνια; Δέκα τουλάχιστον. Καίτε το ένα δάσος και ’γω αναγκάζομαι να βρω αλλού στέγη. Καίτε ο άλλο δάσος και ’γω αναγκάζομαι να ξεσπιτωθώ πάλι. Άστα, Κοκκινοσκουφίτσα, είστε για γέλια και για κλάματα οι άνθρωποι.

Κοκκινοσκ.:

Σα να ’χεις δίκιο, κυρ-Νικόλα, δεν το ’χα σκεφτεί έτσι το πράγμα …

Λύκος:

Ελπίζω, Κοκκινοσκουφίτσα, εσείς τα παιδιά να μη μοιάσετε τους μεγάλους. Άντε τώρα να μαζέψουμε ακόμα λίγα αγριολούλουδα κι ας πάμε παρεΐτσα ως τη γιαγιά σου. Θα ’χει πεινάσει η καημένη.

(Ακούγεται μουσική και μπαίνει ο Κοντορεβυθούλης)

Κοκκινοσκ.:

Καλέ, ποιος είναι πάλι τούτος εδώ; Κάτι μου θυμίζεις εσύ … κάτι μου θυμίζεις …

Κοντορεβυθ.:

Εγώ σ’ αναγνώρισα αμέσως, Κοκκινοσκουφίτσα. Ποιος δε σε γνωρίζει άλλωστε; Είμαι όμως και ’γω πασίγνωστος από τα παραμύθια. Όλοι με ξέρουν …

Κοκκινοσκ.:

Καλέ, καλέ, πώς δεν το θυμήθηκα! Είσαι ο Κοντορεβιθούλης! Ναι, ναι … ο Κοντορεβιθούλης είσαι.

Λύκος:

Εμ βέβαια, Κοκκινοσκουφίτσα, ο Κοντορεβιθούλης είναι. Εγώ τον συναντώ συχνά μέσα στο δάσος.

Κοντορεβυθ.:

Ναι, ο Κοντορεβιθούλης είμαι. Από τότε που μ’ άφησε ο πατέρας μου στο δάσος, έμεινα για πάντα εδώ. Επιχείρησα κάποτε να ξαναγυρίσω στην πόλη μου κοντά στους ανθρώπους, αλλά απογοητεύτηκα. Σε πληροφορώ, Κοκκινοσκουφίτσα, ότι δω στο δάσος περνώ περίφημα.

Κοκκινοσκ.:

Δε λέω, καλά είναι, Κοντορεβιθούλη, εδώ στο δάσος, αλλά πώς περνάς τη μέρα σου, με ποιους μιλάς, με ποιους κάνεις παρέα; Δεν αισθάνεσαι μοναξιά;

Κοντορεβιθ.:

Δεν έχω πρόβλημα κανένα. Εδώ στο δάσος συνεννοούμαι καλύτερα με τα ζώα, τα πουλιά, τα δέντρα, με τα αγριολούλουδα.

Κοκκινοσκ.:

Τι θες να πεις; Θες να πιστέψω ότι μιλάς με τα δέντρα και τα αγριολούλουδα;

Κοντορεβιθ.:

Και βέβαια μιλώ. Λέμε τα προβλήματά μας, τις λύπες μας, τις χαρές μας. Τόσα χρόνια εδώ, βρήκα έναν κώδικα επικοινωνίας μαζί τους …

Κοκκινοσκ.:

Αλήθεια, Κοντορεβιθούλη; Μπορώ και γω να μιλήσω μ’ ένα δέντρο, ένα αγριολούλουδο;

Κοντορεβιθ.:

Αν τ’ αγαπάς στ’ αλήθεια, Κοκκινοσκουφίτσα, μπορείς, πώς δεν μπορείς …

Κοκκινοσκ.:

Είναι αλήθεια, Κοντορεβιθούλη, πως κατάφερες να ξεφύγεις από το δράκο του δάσους, να τον ξεγελάσεις εσύ ένας τόσος δα ανθρωπάκος;

Κοντορεβιθ.:

Και βέβαια αλήθεια είναι. Και να ξέρεις, Κοκκινοσκουφίτσα, πως δεν έχει σημασία η δύναμη αλλά το μυαλό … η εξυπνάδα.

Λύκος:

Άντε να πάμε τώρα…Η γιαγιά σου, Κοκκινοσκουφίτσα, περιμένει το φαγητό της.

Κοκκινοσκ.:

Ναι, πρέπει να πάμε… Κοντορεβιθούλη, έρχεσαι και συ μαζί μας;

Κοντορεβιθ.:

Και βέβαια … μετά χαράς …

Λύκος:

Δεν πιστεύω, Κοκκινοσκουφίτσα, να ’ναι κανένας κυνηγός στο σπίτι της γιαγιάς και μου τη μπουμπουνίσει;

Κοκκινοσκ.:

Όχι, κυρ-Νικόλα, μη φοβάσαι, δε θα σε πειράξει κανένας … Πάμε τώρα, αργήσαμε και η γιαγιά μου θα ανησυχεί.

(Ακούγεται μουσική και βγαίνουν απ’ τη σκηνή. Ακούγεται μουσική και μπαίνουν στη σκηνή τα ζώα του δάσους. Μπαίνει στη σκηνή ο λαγός)

Λαγός:

Αααχ, τι ωραία είναι η ζωή μας στο δάσος. Ζωή χαρισάμενη, που λένε και οι άνθρωποι.

Οπ, ξέχασα να σας συστηθώ! Εμένα που με βλέπετε είμαι ο λαγός, ο Λεωνίδας, το πιο γρήγορο ζώο του δάσους. Είμαι πολύ ευχαριστημένος απ’ τη ζωή μου στο δάσος. Αν δεν υπήρχαν και οι κυνηγοί, τότε βέβαια θα ’μουν ακόμα πιο ευχαριστημένος.

Καλά, καλοί μου άνθρωποι, δε βρέθηκε ένας υπουργός περιβάλλοντος να απαγορέψει το κυνήγι, να ’χουμε και μεις την ησυχία μας; Ας είναι, όμως, αφού τη γλιτώσαμε ως τώρα … καλά είναι. Ξέρετε βέβαια πως είμαι το πιο γρήγορο ζώο του δάσους, αν δεν είχα τόσο γρήγορα πόδια τώρα σίγουρα θα ’μουνα μακαρίτης!

(Μπαίνει στη σκηνή το ελάφι)

Ελάφι:

Εεε, γεια σου, Λεωνίδα, τι κάνεις; Τι μονολογείς; Άκουσα πως περηφανεύεσαι ότι είσαι το πιο γρήγορο ζώο του δάσους. Κράτα λόγια, Λεωνίδα μου … κράτα λόγια, μη γίνεσαι υπερόπτης! Το πιο γρήγορο ζώο του δάσους είμαι εγώ, χωρίς αμφιβολία. Το πιο γρήγορο και το πιο όμορφο ζώο! Εσύ έχεις μουστάκια και είσαι άσχημος, ενώ εγώ, η Ευτέρπη το ελάφι, είμαι κούκλα, είμαι πανέμορφη!

Λαγός:

Βρε, βρε, καλώς τη λαφίνα, την Ευτέρπη. Καλά, βρε ελαφάκι, μια κουβέντα είπα και γω, μη μου θυμώνεις. Δε θα τσακωθούμε κιόλας. Και τα δύο είμαστε γρήγορα ζώα. Μόνο αυτό για τα μουστάκια και τα περί ασχήμιας, σε παρακαλώ, μην το ξαναπείς. Για πες μου τώρα πώς τα περνάς; Πώς πάει η ζωή σου;

Ελάφι:

Καλά, πολύ καλά, Λεωνίδα. Βγήκα και γω να βοσκήσω στην πλούσια πρασινάδα του δάσους. Σε είδα από μακριά και είπα να σου πω μια καλημέρα.

Λαγός:

Για κοίτα, Ευτέρπη, ποιος έρχεται στην παρέα μας.

Ελάφι:

Καλώς το φίλο μας, το σκατζόχοιρο, τον κύριο Τζιμάκο.

Σκαντζόχοιρος:

Γειά σας, φιλαράκια … καλημέρα σας … τα λέτε, βλέπω, τα λέτε…

Λαγός:

Τι να κάνουμε, Τζιμάκο μου, η ζωή θέλει καλοπέραση. Φαγητό, όπως βλέπεις, έχουμε άφθονο. Ε, και λίγη κουβεντούλα δε βλάπτει. Εσύ πώς τα πας; Τρως κανένα φιδάκι, κανένα ποντικό;

Σκαντζόχοιρος:

Ε, όλο και κάτι βρίσκω. Δόξα τω Θεω νηστικός δε μένω.

Ελάφι:

Εδώ που τα λέμε, φίλοι μου, είμαστε πολύ τυχεροί. Το δάσος είναι το ομορφότερο και το πιο άνετο σπίτι. Για φαντάσου να ζούσαμε σε κείνα τα κουτιά που ζούνε οι άνθρωποι!

Σκαντζόχοιρος:

Απαπα! Ούτε που να το συζητάς. Απορώ και γω πώς οι άνθρωποι ζουν σ’ αυτά τα τσιμεντένια κτήρια που ’ναι σα φυλακές.

Λαγός:

Αμ’ αν είχαν μυαλό οι άνθρωποι, δε θα καίγανε τα δάση που τους χαρίζουν τόσα χρήσιμα πράγματα. Τρεις φορές μέχρι τώρα άλλαξα σπίτι, δάσος δηλαδή. Ευτυχώς που πρόλαβα και σώθηκα στις δυο προηγούμενες πυρκαγιές. Έχασα, όμως, τα αδερφάκια μου και τους φίλους μου. Κρίμα, πολύ κρίμα, αλλά τι να κάνουμε, η ζωή συνεχίζεται.

Σκαντζόχοιρος:

Α να και η παμπόνηρη, η κυρά-Μάρω, που μας έρχεται κουνιστή και λυγιστή. Λεωνίδα, να ’χεις το νου σου μη σ’ αρπάξει η παμπόνηρη.

Λαγός:

Δεν υπάρχει φόβος, Τζιμάκο μου. Έχουμε κλείσει ειρήνη με την κυρα-Μαριώ.

Αλεπού:

Γεια σας, καλοί μου φίλοι. Το απολαμβάνετε βλέπω. Ζωή και κότα περνάμε μες στο δάσος. Αχ! Είπα κότα και λιγουρεύτηκα!

Ελάφι:

Για πες μας, κυρα-Μάρω, βρίσκεις κανένα κοτοπουλάκι να γεμίζεις το στομάχι σου; Κανέναν ποντικό μήπως, κανένα λαγουδάκι;

Αλεπού:

Για λαγουδάκι μην το συζητάς, έχουμε ειρήνη. Από ποντικούς όλο και κάτι βρίσκω. Αν πεις για κοτοπουλάκια, κάτι περισσεύει και για μένα. Ας είναι καλά η κυρα-Λένη, που ’ναι λίγο αφηρημένη και ξεχνάει να σφαλίσει το κοτέτσι της. Δεν τις τρώω όλες, όμως, μόνο μια την εβδομάδα της παίρνω. Ε όσο να ’ναι υπάρχουν κι άλλες κυράδες αφηρημένες.

Ελάφι:

Μπα, τι βλέπω … Έρχεται στην παρέα μας η Φρόσω, η καφέ αρκούδα. Καλέ, πώς και κατέβηκε απ’ τα ψηλώματα;

(Ακούγεται μουσική και μπαίνει στη σκηνή η αρκούδα)

Αρκούδα:

Αδέρφια μου, ζώα του δάσους, σας χαιρετώ και σας εύχομαι καλημέρα απ’ την καρδιά μου. Τι κάνετε; Είστε καλά; Αλλά τι ρωτάω η ανόητη … μια χαρά φαίνεστε … το βλέπω στα πρόσωπά σας που λάμπουν. Ουφ, δρόμο πολύ έκανα … κουράστηκα η καημένη.

Λαγός:

Μπα, κουράζονται και οι αρκούδες; Δεν το ’ξερα!

Αρκούδα:

Κουραζόμαστε, Λεωνίδα, κουραζόμαστε και μεις. Με τόσο βάρος που κουβαλάω, κόβονται τα πόδια μου. Κι αν είμαι και νηστική! Άστα, μην τα συζητάς!

Αλεπού:

Τι ανάγκη έχεις εσύ, Φρόσω μου; Φόβο κανέναν δεν έχεις. Κανείς δε σε πειράζει. Ούτε κυνηγός ούτε κανένας.

Ελάφι:

Και γιατί, παρακαλώ, δεν την πειράζουν οι άνθρωποι την αρκούδα; Γιατί δεν την κυνηγούν;

Σκαντζόχοιρος:

Δεν το ξέρεις, Ευτέρπη, ότι οι άνθρωποι έχουν κηρύξει την καφέ αρκούδα προστατευόμενο είδος;

Λαγός:

Μπράβο τύχη η κυρά-Φρόσω, μπράβο! Πού τέτοια τύχη και σε μας! … Μπα, τι βλέπω; Χαχαχα! Χιχιχι! Χαχαχα!

Αλεπού:

Τι γελάς και χαχανίζεις, Λεωνίδα; Δεν πιστεύω να με κοροϊδεύεις;

Λαγός:

Για κοιτάξτε ποια έρχεται! Χαχαχα! Χιχιχι! Η κυρα – χελώνα. Η κυρία Χουχού! Ώσπου να σηκώσει το ένα της πόδι, το άλλο βρωμάει. Ε κυρα-χελώνα έχει πλάκα, πας αργά σα σακαράκα!

Χελώνα:

Να ’μαι και γω. Σας χαιρετώ όλους. Και σένα, Λεωνίδα, που χαχανίζεις, άκου να σου πω. Σημασία έχει το μυαλό κι όχι το πόδι το γοργό. Μου φαίνεται πως τα μυαλά σου αέρα έχουν πάρει. Σε παρακαλώ, για κάνε μου τη χάρη!

Ελάφι:

Σιγά, βρε παιδιά, δεν είναι ώρα για τσακωμούς. Μη χαλάτε την καλή μας διάθεση.

Λαγός:

Κυρα-Χελώνα είσαι κλώσσα

εμένα μη μου βγάζεις γλώσσα.

Τα λόγια σου προσβάλλουν την τιμή μου

τη λαγίσια υπόληψή μου.

Για άκου να σου πω!

Ξέρεις ποιος είμαι ’γω;

Εγώ είμαι ο λαγός, ο Λεωνίδας

κ’ είμαι τσίφτης, είμ’ ατσίδας

κι άμα θες κυρα-χελώνα

ας κάνουμε στο τρέξιμο αγώνα

για να δεις πως θα σ’ αφήσω

μίλια να ’σαι από πίσω.

Χελώνα:

Κυρ λαγέ, μετά χαράς

και τα μούτρα σου θα φας

Αλεπού:

Α! ωραία, θα ’χουμε αγώνα βλέπω. Μια χαρά θα περάσουμε σήμερα. Θα διασκεδάσουμε. Αλλά μου λέτε πώς αυτή η κακομοίρα η χελώνα μπορεί να νικήσει το λαγό;  Εμπρός λοιπόν, λάβετε θέσεις. Εγώ θα κάνω τον κριτή. Έτοιμοι; Ένα δύο τρία … μπαμ!

(Τρέχουν ο λαγός και η χελώνα βγαίνουν έξω απ’ τη σκηνή. Επανέρχεται ο λαγός και ξαπλώνει για ύπνο σε μια άκρη, εμφανίζεται και η χελώνα και συνεχίζει το τρέξιμο)

Ελάφι:

Καλέ, τι θέλει τώρα και η κυρά-Χελώνα και τα βάζει με το λαγό στο τρέξιμο; Γελοία θα γίνει. Θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι.

Σκαντζόχοιρος:

Μη το λες αυτό, ελαφάκι μου. Ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται.

Αρκούδα:

Μην είσαι σίγουρος για τίποτα και για κανέναν. Πριν δεις το τέλος του. «Μηδένα προ του τέλους μακάριζε» έλεγαν οι αρχαίοι.

Ελάφι:

Ε, καλά τώρα, σιγά μη νικήσει η χελώνα. Χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει.

Αλεπού:

Για να δούμε, φίλοι μου, έρχεται ο λαγός; Όπου να ’ναι πρέπει να φτάσει. Εσείς παιδιά, τι λέτε; Ποιος θα βγει νικητής;

Ελάφι:

Μπα! Τι βλέπουν τα ματάκια μου! Είμαι ξύπνια ή ονειρεύομαι; Καλέ, η χελώνα φτάνει πρώτη! Τα ύστερα του κόσμου, καλέ!

Σκαντζόχοιρος:

Μπράβο κυρα-χελώνα! Μπράβο! Τα βλέπεις, Ευτέρπη;

Αρκούδα:

Είχαν δίκιο οι αρχαίοι. «Μηδένα προ του τέλους μακάριζε»…

Αλεπού:

Μπράβο, κυρα-χελώνα, είσαι η νικήτρια. Μπράβο σου, τα κατάφερες! … Μα πού ’ναι ο λαγός;

Χελώνα:

Καλέ, αυτόν τον πήρε ο ύπνος και ροχαλίζει ακόμα. Αμ’ το ’πα εγώ, δεν του το ’πα; Σημασία έχει το μυαλό και όχι το πόδι το γοργό. Να το βάλετε καλά μες στο μυαλό!

(Εμφανίζεται ο λαγός)

Αλεπού:

Έλα, κυρ-λαγέ, δε θέλω στενοχώριες … μην έχει κατεβασμένα τα μούτρα σου … μια ατυχία ήταν. Ας χαρούμε τώρα τη ζωή μας στο δάσος, ας αρχίσουμε το τραγούδι.

 

(Τραγουδούν όλα τα ζώα στο ρυθμό του «Ντιρλαντά»)

Βρε ντιρλαντά ντιρλανταντά

ντάρλα ντιρλανταντά

στο δάσος ζούμε μια χαρά

ντάρλα ντιρλανταντά

μες στο χορτάρι στη δροσιά

ντάρλα ντιρλανταντά

βρε μες στα γάργαρα νερά

ντάρλα ντιρλανταντά

ειν’ η ζωή μια ομορφιά

ντάρλα ντριλανταντά

 

Βρε ντιρλαντά ντιρλανταντά

ντάρλα ντιρλανταντά

βρε δέντρα έχουμε πολλά

ντάρλα ντιρλανταντά

και μουσική απ’ τα πουλιά

ντάρλα ντιρλανταντά

 

Βρε ντιρλαντά ντιρλανταντά

ντάρλα ντιρλανταντά

το δάσος δίνει τη χαρά

ντάρλα ντιρλανταντά

δε μας ζητάει και πολλά

ντάρλα ντιρλανταντά

 

προσέξτε μόνο βρε παιδιά

ντάρλα ντιρλανταντά

να μην καεί από φωτιά

ντάρλα ντιρλανταντά

δις

(Φεύγουν απ’ τη σκηνή και μπαίνουν τα παιδιά)

Σίμος:

Τι ήταν αυτά που είδαν τα ματάκια μου! Τα είδατε και σεις ή εγώ ονειρεύομαι ξύπνιος!

Μάνος:

Τσιμπήστε με , βρε παιδιά, μπας και ξυπνήσω! Τι όνειρο ήταν αυτό; Ή μήπως ήταν πραγματικότητα; …

Άλκης:

Δεν μπορεί να είδαμε και οι τρεις το ίδιο όνειρο! Πραγματικότητα ήταν. Όλοι οι ήρωες των παραμυθιών έκαναν παρέλαση μπροστά μας… Τι η Κοκκινοσκουφίτσα, τι ο Κοντορεβιθούλης … Τι Αμαδρυάδες … Τι λαγός με τη χελώνα… όλα ολοζώντανα μπροστά μας!

Σοφία:

Μόνο το Ρομπέν των δασών δεν είδαμε … Να τον δούμε κι αυτόν … και τίποτα άλλο στον κόσμο!

Στεφανής:

Δεν μπορεί να είδαμε όλοι το ίδιο όνειρο και μάλιστα ξύπνιοι! Για να σκεφτώ … Βρε παιδιά, τώρα το θυμήθηκα! Τι ημερομηνία έχουμε σήμερα;

Μάνος:

14 Ιουλίου, Στεφανή, ημέρα  Κυριακή.

Στεφανής:

Ε, λοιπόν, μου είπε ο παππούς μου, κι αυτουνού του το ’χε πει ο παππούς του, πως κάθε εκατό χρόνια τέτοια μέρα ζωντανεύουν τα παραμύθια στο δάσος!

Μάνος:

Τι λες, βρε παιδάκι μου! Κοίτα να δεις! Τυχεροί … πολύ τυχεροί είμαστε! Τύχη βουνό είχαμε σήμερα!

Χαρούλα:

Κοίτα να δεις πως καμιά φορά οι παραδόσεις βγαίνουν αληθινές! Μου το ’χε πει και μένα η γιαγιά μου, αλλά που να την πιστέψω εγώ!

Περικλής:

Δεν αφήνετε, λέω γω, τα όνειρα και τις παραδόσεις να συνεχίσουμε την εξερεύνηση;

Σοφία:

Παιδιά, σαν κάτι να μου μυρίζει …

Μάνος:

Πώς να μη σου μυρίζει, Σοφούλα μου, εδώ ο τόπος ευωδιάζει …

Σοφία:

Δεν εννοώ αυτό, Μάνο. Μου μυρίζει σαν κάτι να καίγεται…

Άλκης:

Να, παιδιά, κοιτάξτε εκεί πέρα … βγαίνει καπνός ή κάνω λάθος;

Χαρούλα:

Να τώρα φαίνονται και οι πύρινες γλώσσες της φωτιάς …

Στεφανής:

Το δάσος! Το δάσος πήρε φωτιά! Πυρκαγιά στο δάσος μας!

Παιδιά:

Φωτιά! Φωτιά! Πυρκαγιά στο δάσος!

Περικλής:

Πάμε γρήγορα να ειδοποιήσουμε το Δασαρχείο, την αστυνομία, τους κατοίκους της πόλης … πάει το χάνουμε το δασάκι μας…

 

ΣΚΗΝΗ 6η

Σκηνικό: Ένα καμένο δάσος και στο βάθος η πόλη Αμαδρυάδα

Αμαδρυάδα:

Δυστυχώς για όλους μας το δάσος κάηκε. Το μεγαλύτερο μέρος του έγινε αποκαΐδια … στάχτη. Τραγικό το θέαμα … μόνο κούτσουρα και λίγα καψαλισμένα δέντρα έμειναν να μας θυμίζουν ότι εδώ ήταν ένα από τα ομορφότερα δάση. Τα παιδιά προσπάθησαν, ειδοποίησαν το δασαρχείο και τους κατοίκους της πόλης, αλλά η φωτιά ήταν φοβερή … μόνο ένα κομμάτι δάσους στην άλλη άκρη της πόλης σώθηκε. Το δάσος κάηκε. Εμείς οι Αμαδρυάδες και τα ζώα, όσα κατάφεραν να σωθούν, μείνανε χωρίς σπίτι και τα παιδιά χάσαν ένα κομμάτι απ’ τη ζωή τους.

 

(Βγαίνει απ’ τη σκηνή η Αμαδρυάδα και μπαίνουν τα παιδιά. Ακούγεται το τραγούδι «Γιατί πουλί δεν κελαηδείς» της Σαβίνας Γιαννάτου απ’ το δίσκο «Τραγούδια της Μεσογείου». Όσο ακούγεται το τραγούδι τα παιδιά μένουν ακίνητα και μόλις τελειώσει το τραγούδι εμφανίζεται στη σκηνή ο Ρομπέν των δασών. Με την εμφάνιση του Ρομπέν των δασών ακούγεται ένα απόσπασμα από το τραγούδι του Ορφέα Περίδη «Ειμ’ ο Ρομπέν των καμένων δασών και των  πολυκατοικιών».

Ρομπέν:

Γεια σας, παιδιά…

Παιδιά:

Αααα! Ο ήρωας Ρομπέν! Ο Ρομπέν των δασών!

Ρομπέν:

Ναι εγώ είμαι, ο ήρωας Ρομπέν

προστάτης των δασών

προστάτης των φτωχών.

Ήρθα εδώ παντοτινά να μείνω

προστάτης των δασών να γίνω

Μάνος:

Το δάσος μας κάηκε Ρομπέν … έγινε αποκαΐδια …

Ρομπέν:

Έμεινε όμως ένα μεγάλο κομμάτι στην άλλη πλευρά της πόλης.

Κι όποιος κακός τολμήσει

φωτιά να βάλει, να το πυρπολήσει

εγώ ο ηρωικός Ρομπέν

σκληρά πολύ σκληρά θα τον τιμωρήσει

Άλκης:

Μεγάλε ήρωα Ρομπέν

πολύ σ’ ευχαριστούμε.

Τι έκπληξη και τι χαρά

κοντά μας να σε δούμε!

Στεφανής:

Ποιος να το πίστευε Ρομπέν

εμείς που σε ξέρουμε απ’ τα βιβλία

απ’ την τηλεόραση, απ’ την ιστορία

ποιος να το πίστευε στ’ αλήθεια

ότι θα βγεις απ’ τα όνειρά μας

και θα ’ρθεις ολοζώντανος μπροστά μας!

Σοφία:

Ρομπέν, μείνε εδώ κοντά μας

για πάντα συντροφιά μας.

Να ’σαι συ ο αρχηγός μας

και μεις οι σύντροφοί σου

να τριγυρνάμε νύχτα μέρα

μες στο δάσος, στον καθαρό αέρα

Ρομπέν:

Εδώ θα μείνω, μαζί σας

των δασών προστάτες θα γενούμε

κι όποιος ανάψει πυρκαγιά

πολύ σκληρά θα τον τιμωρούμε

Παιδιά:

Μπράβο, μπράβο, ήρωα Ρομπέν!

Ρομπέν:

Λοιπόν, ακούστε, παιδιά, πώς θα οργανώσουμε την προστασία του δάσους που μας απόμεινε. Εγώ θα μένω νύχτα μέρα στο δάσος. Εσείς θα χωριστείτε σε ομάδες και θα ’ρχεστε κάθε μέρα σε βάρδιες να κάνουμε περιπολίες μαζί. Οκέυ, φίλοι μου;

Παιδιά:

Οκέυ, οκέυ, Ρομπέν. Μείνε ήσυχος, θα φτιάξουμε τις ομάδες περιφρούρησης στο πι και φι.

Ρομπέν:

Εμπρός τώρα, πάμε για μια πρώτη περιπολία στο δάσος.

Παιδιά:

Πάμε, πάμε … Είμαστε μαζί σου Ρομπέν.

 

(Τραγουδούν όλοι μαζί στο ρυθμό του «Ντιρλαντά» και βγαίνουν απ’ τη σκηνή)

Βρε ντιρλαντά ντιρλανταντά /ντάρλα ντιρλανταντά

το δάσος δίνει τη χαρά / ντάρλα ντιρλανταντά

το οξυγόνο, τη δροσιά/ νταρλα ντιρλανταντά

Βρε ντιρλαντά ντιρλανταντά / νταρλα ντιρλανταντά

όλοι μαζί με μια καρδιά/ ντάρλα ντιρλανταντά

να το φυτέψουμε ξανά/ νταρλα ντιρλανταντά

να πρασινίσει η πλαγιά/ ντάρλα ντιρλανταντά

θα το φυλάμ’ όλοι μαζί/ ντάρλα ντιρλανταντά

ξανά ποτέ να μην καεί/ ντάρλα ντιρλανταντά.

 

(Μπαίνουν στη σκηνή όλα τα παιδιά.. Ακούγεται το τραγούδι των: Γ. Ανδρέου- Γ. Νταλάρα «Μικρή πατρίδα»).

 

ΤΕΛΟΣ

Πηγή:

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΔΙΚΤΥΟ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

www.TheatroEdu.gr

e-mail: theatro@theatroedu.gr

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2006