«ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΞΕΝΟΣ»

Θεατρικό για παιδιά με θέμα την ξενοφοβία και το ρατσισμό.

 

ΓΙΑΝΝΗΣ Π. ΤΖΗΚΑΣ

Σχολικός Σύμβουλος Π.Ε.

Δ/νση: Αχιλλέως 107 Βόλος- Τ.Κ 38333

Τηλ. 24210-54824και 6972203435

e-mail: itzikas@in.gr

 

Μόνη υποχρέωση (ηθική) να ενημερώνεται ο συγγραφέας για την όποια χρήση του έργου.

                     

          «Ένα σημείο μαθηματικόν  μέσα στο σύμπαν είναι η γη  και εδόθη όλη προς  κατοικίαν  του ανθρώπου γι’ αυτό, όπου κι αν κατοικεί κανείς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ξένος».

                                    Θ. Καϊρης,σοφός και αγωνιστής παπάς του 1821   

 

Η πρώτη παρουσίαση του έργου από τη θεατρική ομάδα του 15ου Δημοτικού Σχολείου Ν. Ιωνίας Βόλου (τώρα 3ο Δημοτικό Σχολείο Ν. Ιωνίας Μαγνησίας) έγινε με τίτλο του έργου «Από τη Χειμάρα στο Αλιβέρι».

 

Μια αλβανική οικογένεια  μεταναστεύει στην Ελλάδα. Τα δυο παιδιά της οικογένειας φοιτούν στο ελληνικό σχολείο. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν με την εγκατάστασή τους σε μια συνοικία επαρχιακής πόλης τόσο στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον όσο και στο σχολείο.

 

Αριθμός σκηνών: 6

Πρόσωπα: 16 και χορωδία  μαθητών

1. Αφηγητής 2. Πατέρας (40 – 45 ετών) 3. Μάνα ( 35-40 ετών) 4. Παιδί Α’ (Λίντα 12 ετών)  5. Παιδί Β’ (Μάχος 10 ετών)  6. Φρουρός (Αλβανός) 7. Συνοριοφύλακας (Έλληνας)  8. Δασκάλα 1  

9. Δασκάλα 2     μαθητές: 10. Μιχάλης 11. Φένια 12. Πέτρος 13. Χριστίνα 14. Νίκη 15. Τσιγγανάκι 16. Ρηνιώ

 

ΣΚΗΝΗ Α΄  

Σκηνικό: Ένα φτωχικό σπίτι με φόντο σπίτια ενός χωριού στους πρόποδες και στην πλαγιά δασωμένου βουνού.

(Ακούγεται από χορωδία παιδιών το τραγούδι της Α. Μάνου: “Καράβι κόκκινο” από τοCD «Πού πας, καραβάκι, με τέτοιον καιρό»)

 

«Καράβι κόκκινο, καράβι κόκκινο πάει/πάνω από θάλασσες, πάνω από λίμνες πετάει

το σφυροδρέπανο πέφτει στο κύμα και σπάει/κι απ’ την ανάποδη η ιστορία γυρνάει.

                                                   Ρεφρέν

Στο Βερολίνο το τείχος περνάει/και στο Πεκίνο το δράκο ξυπνάει

Στο Βερολίνο το τείχος περνάει/και το Πεκίνο ξυπνάει.

 

Καράβι κόκκινο, καράβι κόκκινο πάει/ανθρωποθάλασσες κι ανθρωποφάγους μετράει

μέσα στο σπίτι σου σαν κλεφτοφάναρο σκάει/κι έτσι απροσκάλεστο λογαριασμό σου ζητάει.

                                                    Ρεφρέν

Στο Βερολίνο με βότκα μεθάει/και στο Πεκίνο μια νύχτα τα σπάει

Στο Βερολίνο με βότκα μεθάει/και στο Πεκίνο τα σπάει.»   

 

(Εμφανίζεται ένα παιδί αφηγητής)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Αλβανία…έτος 1990. Η πτώση, σ’ όλη την Ευρώπη, των κομμουνιστικών καθεστώτων είναι το ιστορικό γεγονός. Οι εξελίξεις συμπαρασύρουν στην πτώση και το αλβανικό κομμουνιστικό καθεστώς. Οι κομμουνιστές μετά από 45 περίπου χρόνια χάνουν την εξουσία, τα παλιά σύμβολα είναι πια παρελθόν.

Οι εξελίξεις ραγδαίες και επώδυνες για τον αλβανικό λαό. Οι δομές του κράτους στα πρόθυρα της πλήρους διάλυσης, η άναρχη δράση και τα όπλα, τα καλάσνικωφ, έχουν τον πρώτο λόγο.  Ο φόβος και η ανασφάλεια για το μέλλον φωλιάζουν στις ψυχές των ανθρώπων. Όλοι θέλουν να φύγουν, να δουλέψουν, να αποκτήσουν χρήματα, να απολαύσουν -λέει- τα καλά της δημοκρατίας στην Ελλάδα, στην Ιταλία …

Η αλήθεια, όμως, είναι πως και στην Ιταλία και στην Ελλάδα οι λαοί κοπιάζουν και ιδρώνουν, για να φτιάξουν τη ζωή τους και τα πλούτη και η χλιδή είναι, όπως παντού, για τους λίγους, για τους δυνατούς.

Μια οικογένεια Αλβανών απ’ τη Χιμάρα: ο πατέρας, η μάνα και τα δύο παιδιά τους ετοιμάζονται για το ταξίδι στην Ελλάδα, να πάνε να δουλέψουν. Να πιάσουν τ' όνειρο… να τ’ αδράξουν αν μπορούσαν.

 

(Σ’ ένα φτωχικό σπίτι στη Χιμάρα της Αλβανίας. Ένα τραπέζι, καρέκλες, ένα ντιβάνι, δυο βαλίτσες, η μια ανοιχτή, και δυο μπόγοι γεμάτοι. Ακούγεται η εισαγωγή του τραγουδιού «Ήμερος ύπνος» από το CD του Θ. Παπακ/νου «Βραχνός προφήτης»)

 

ΠΑΤΕΡΑΣ: (Όρθιος με ύφος βιαστικό κοιτά τα χαρτιά του, διαβατήρια κ.λπ.) Μπράβο, όλα εντάξει … Ο παράδεισος μας περιμένει. Άντε, γυναίκα, τελειώνεις; Θα φτάσει το σαράβαλο το ταξί και μεις ακόμα θα μαζεύουμε τα μπογαλάκια μας … Άιντε, κάνε γρήγορα…

ΜΑΝΑ: (ακούγεται η φωνή της) Λίγο ακόμη, Δυσσέα μου, και είμαστε έτοιμοι. Να, κάτι τελευταία να τα διπλώσω, να τα τακτοποιήσω και τελειώνω. Ε, και τα παιδιά δε γύρισαν ακόμα απ’ το σχολείο … χωρίς παιδιά θα φύγουμε;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ήταν ανάγκη σήμερα να τα στείλεις στο σχολείο; Τη μέρα που φεύγουμε;

ΜΑΝΑ: Να χαιρετήσουν τους φίλους τους, Δυσσέα, τη δασκάλα τους … Ίσα ίσα να τους πουν ένα «γεια»… έτσι θα ’φευγαν;…

ΠΑΤΕΡΑΣ: (Βηματίζει νευρικά, κοιτά απ’ το παράθυρο) Καλά, καλά … γιατί δε φάνηκαν ακόμα;

ΜΑΝΑ: Ε, όπου να ’ναι θα ’ρθουν … αποχαιρετισμός είναι αυτός … μπορεί και ν’ άργησαν λίγο…

ΠΑΤΕΡΑΣ: (μονολογεί)… Ε ρε Ελλάδα, όμορφα θα περάσουμε! Έχει καλή ζωή εκεί… και δουλειές, καλές δουλειές για όλους … κι αν πεις από μαγαζιά, βιτρίνες, διασκέδαση άλλο τίποτα! Και Πάριο και Αλεξίου και Σφακιανάκη και να δεις πώς τη λένε αυτή τη ξεβράκωτη που κουνιέται και λυγιέται πολύ … Α, ναι Άννα Βίσση τη λένε … όμορφη γυναίκα … Ε βέβαια, τα ‘χω δει όλα στην τηλεόραση … έτσι θα ‘ναι δε μπορεί να ‘ναι ψέματα… Μου τα ‘πε κα ο ξάδερφός μου, ο Μίρη… Πλούτος, διασκέδαση, μαγαζιά, αυτοκίνητα, δουλειές, ό,τι θες έχει εκεί στην Ελλάδα! …

ΜΑΝΑ: (Εμφανίζεται στη σκηνή) Τι μονολογείς, Δυσσέα; Τι φαντασίες είναι αυτές; Τι μεγαλοπιάσματα; Τι νομίζεις, διακοπές θα πάμε; Μετανάστες πάμε, εργάτες θα δουλέψουμε … Δεν είναι για μας τα λούσα και η καλή ζωή… Δουλειά να ‘χουμε να μαζέψουμε λίγα χρήματα, να κουμαντάρουμε τη ζωή μας, να μεγαλώσουν τα παιδιά, να προκόψουν…

ΠΑΤΕΡΑΣ: Έλα γυναίκα, μόλις πιάσουμε χρήματα, θα σ’ αγοράσω εγώ ένα φουστανάκι μούρλια… απ’ την καλύτερη βιτρίνα θα στο πάρω … Παριζιάνα θα σε κάνω…

ΜΑΝΑ: (μιλάει και βάζει πράγματα σε μια ανοιχτή βαλίτσα) Άσε τις φαντασίες, Δυσσέα, δεν είναι για μας αυτά …

ΠΑΤΕΡΑΣ: (πλησιάζει και την αγκαλιάζει) Άσε, βρε γυναίκα, να ονειρευτώ και λίγο … Κακό δεν κάνει … Ξέρω τις δυσκολίες που θ’ αντιμετωπίσουμε … Αμ τι νόμιζες κάνα κουτορνίθι πώς είμαι;

ΜΑΝΑ: Πάω να μαζέψω κάτι λίγα ακόμα … (κοιτάει το ρολόι της) … Σε λίγο έρχονται τα παιδιά … Να ‘ρθουν κι αυτά, να τα ετοιμάσω, να ξεκινήσουμε …

ΠΑΤΕΡΑΣ: (κάθεται στην καρέκλα στο τραπέζι, παίρνει μια φωτογραφία του πατέρα του απ’ το τραπέζι, την κοιτάζει και μονολογεί) Άιντε πατέρα, θα σε πάρω και σένα μαζί μου … Δεν πρόλαβες, καημένε μου, να βγεις έξω απ’ την Αλβανία, να γνωρίσεις πώς ζει ο κόσμος… Α ρε πατέρα, πώς την κάναμε έτσι τη ζωή μας; Την πατρίδα χρόνια την αφήσαμε πίσω … Αγωνίστηκες λέει και πέθανες για κοινωνική δικαιοσύνη, για ισότητα, για τον κομμουνισμό … Και τι μας παραδώσατε, πατέρα; Τα πρώτα χρόνια της επανάστασης με τον Εμβέρ Χότζα καλά ήταν, υπήρχε ενθουσιασμός, προσέφερε ο λαός, πίστεψε στα ιδανικά … Σιγά σιγά, όμως, πήγαν όλα στραβά, ξέφτισαν τα οράματα και οι ιδέες … Τα κάναν λέει όλα κρατικά! … Και όλοι σιγά σιγά βολεύονταν, οι από κάτω να κάνουν πως δουλεύουν και να μη δουλεύουν και οι από πάνω, τα στελέχη, βολεύονταν με τις τιμές και τ' αξιώματα κι έκαναν όλοι πως δε βλέπουν ότι η πατρίδα πήγαινε απ’ το κακό στο χειρότερο … Άστα να πάνε, πατέρα, μαντάρα τα κάναμε, κι ένας ολόκληρος λαός τώρα πεινάει, δεν έχει δουλειές, το κράτος έχει τα μαύρα χάλια του, ούτε σειρά, ούτε τάξη … τα χωράφια ακαλλιέργητα …

      Άστα πατέρα, όλοι τώρα θέλουν να φύγουν, να πάνε έξω, να δουλέψουν, να βρουν τον παράδεισο … Κοπάδια καθημερινά περνάνε τα σύνορα για Ελλάδα … Α ρε πατέρα, πώς τα κάναμε … και ’γω τώρα με το κοπάδι πάω … να περάσω την Κακαβιά, να μπω στην Ελλάδα μπας και προκόψω, να μαζέψω καμιά δραχμή … Και ξέρεις, πατέρα; Μια δραχμή στην Ελλάδα πέντε γίνονται εδώ … καλά λεφτά, μα το Θεό!

ΜΑΝΑ: (εμφανίζεται) Τι έπαθες, Δυσσέα; Σάλεψες; Με τον πατέρα σου στη φωτογραφία μιλάς; Κουβέντα με το μακαρίτη έπιασες;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Άσε ρε γυναίκα, τα πάθια μας του λέω, την κατάντια μας. Φταίνε οι παλιοί, φταίμε και ’μεις … Όλοι μας φταίμε για τα χάλια του κράτους μας, για τα χάλια της οικονομίας, της εκπαίδευσης (κοιτά το ρολόι του)… Άντε, ακόμα να φανούν τα παιδιά; … Αργούν …

ΜΑΝΑ: Όπου να ‘ναι θα φανούν … μην κάνεις έτσι, έχουμε ώρα …(εμφανίζονται τα παιδιά, ο Μάχος κρατά ένα περιστέρι) Α, να τα τα πουλάκια μου έρχονται…(τ’ αγκαλιάζει) Καλώς τα, καλώς τα μαθητούδια μου … Αποχαιρετήσατε τη δασκάλα σας, τους φίλους σας;

ΠΑΙΔΙ Α΄: Ναι μάνα, κλάψαμε και λίγο … συγκινηθήκαμε …

ΜΑΝΑ: Εσύ, Μάχο, γιατί δε μιλάς;

ΠΑΙΔΙ Β΄: (Μαζεμένο, στεναχωρεμένο) Και γω μάνα τους αποχαιρέτησα όλους…

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ελάτε, άντε κάντε γρήγορα … Γυναίκα, ετοίμασε τα παιδιά … θα ‘ρθει το ταξί να φύγουμε … Εσύ, βρε Μάχο, με το περιστέρι πήγες σχολείο;

ΠΑΙΔΙ Β΄: (κλαψουρίζοντας) Μπαμπά, δε θέλω να ‘ρθω στην Ελλάδα … φοβάμαι … και το περιστεράκι μου, τον Πίτσι Φίτσι, πού θα το αφήσω;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Τι φοβάσαι, βρε παιδάκι μου, κοτζάμ παλικάρι είσαι! … Άνθρωποι εδώ, άνθρωποι και κει … Δε βλέπεις την αδερφή σου που δε φοβάται; Και το περιστέρι τι το θες, άμα ξανάρθουμε εδώ θα είναι … Άσε , που θα μας γεμίσει κουτσουλιές…

ΠΑΙΔΙ Β΄: Φοβάμαι, πατέρα, δεν ξέρω τι θα βρούμε εκεί που θα πάμε… πολυκατοικίες, αυτοκίνητα, μυρμήγκια ο κόσμος … θα χαθούμε … και τον Πίτσι Φίτσι μου, πού θα τον αφήσω;

ΠΑΙΔΙ Α΄: (αγκαλιάζει τον αδερφό της) Έλα, μη φοβάσαι. Βλέπεις εγώ που δε φοβάμαι! Θα γνωρίσουμε καινούργια μέρη, καινούργιους φίλους …

ΜΑΝΑ: (στο γιο της) Δεν είναι φόβος, παιδάκι μου, μαζί μας θα ’στε. Όλοι μαζί θα μένουμε… Θα δεις, θα δεις, όλα θα πάνε καλά …

ΠΑΙΔΙ Α΄: Εγώ, μάνα, είμαι μεγάλη και δε φοβάμαι… Ξέρω να αντιμετωπίζω τις δυσκολίες… Όπως το’ πες πατέρα, «άνθρωποι εδώ, άνθρωποι και κει», δε θα μας φάνε…

ΠΑΤΕΡΑΣ: (πιάνει το Μάχο από τον ώμο),Έλα βρε, που φοβάσαι … Φοβούνται οι άνδρες; Έλα και ποδήλατο θα σ’ αγοράσω μόλις πάμε στην Ελλάδα.

ΠΑΙΔΙ Β΄: Φοβάμαι, πατέρα … Ξέρω ’γω τι θα βρούμε εκεί πέρα στην Ελλάδα; Θα ‘χουμε σπίτι; Θα πάω στο σχολείο; Θα βρω καινούργιους φίλους;

ΜΑΝΑ: Θα τα καταφέρουμε, παιδάκι μου … λίγο δύσκολα στην αρχή μα θα τα καταφέρουμε… Και σχολείο θα πας και φίλους καλούς θα βρεις και θα σ’ αρέσει πολύ … Θα δεις, θα δεις, γιόκα μου …

ΠΑΤΕΡΑΣ: Μη φοβάσαι, βρε … εγώ είμαι εδώ, όποιος σε πειράξει θα ‘χει να κάνει μαζί μου… Και θα σε πάω και στο γήπεδο, που σ’ αρέσει το ποδόσφαιρο… Όλα καλά θα πάνε , μη φοβάσαι … Και περιστέρι θα σου πάρω, να ‘χεις ένα εδώ ένα στην Ελλάδα…

ΠΑΙΔΙ Β΄: (ζωηρεύει) Εγώ, πατέρα, θέλω να με πας στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, αυτή η ομάδα μ’ αρέσει … εκεί παίζει ο δικός μας, ο Κόλα !…

ΠΑΤΕΡΑΣ: Στον Παναθηναϊκό θα σε πάω, στο υπόσχομαι … Άντε τώρα, ετοιμαστείτε, φεύγουμε σε λίγο … Έρχεται το ταξί …

ΜΑΝΑ: Για να ρίξω μια τελευταία ματιά μην ξέχασα τίποτα… Όλα εντάξει … Και τα παιδιά έτοιμα είναι, τα φρόντισα απ’ το πρωί…

ΠΑΤΕΡΑΣ: (Κοιτάζει το ρολόι του, βηματίζει νευρικά, κοιτάζει απ’ το παράθυρο) Πού ‘ντο μωρέ το ταξί; Γιατί αργεί; Λες να μας κορόιδεψε ο παλιάνθρωπος;

ΜΑΝΑ: Δυσσέα, τα χαρτιά τα ‘χεις στην τσέπη σου; Για κοίτα μην πάθουμε κανένα χουνέρι …

ΠΑΤΕΡΑΣ: (ψάχνεται και δείχνει περήφανος τα διαβατήρια) Όλα εδώ είναι… διαβατήρια, βίζα … Αααχ (δαγκώνει το χέρι του) … τη βίζα 50.000 την πλήρωσα, όλοι λάδωμα θέλουν… Αν πήγαινα με το σταυρό στο χέρι ούτε στη Δευτέρα Παρουσία δεν πηγαίναμε στην Ελλάδα, χιλιάδες άλλοι περίμεναν απέξω απ’ το προξενείο … Ας είναι καλά ο κουμπάρος μας στα Τίρανα…

ΠΑΙΔΙ Α΄: Πατέρα, ακούω αυτοκίνητο, νομίζω πως έρχεται το ταξί…

ΜΑΝΑ: Άντε πάμε, πάρτε τα πράγματα…

ΠΑΤΕΡΑΣ: Μπρος, μπρος πάμε…

(φορτώνονται τους μπόγους και πάνε να βγουν απ’ τη σκηνή. Ο Μάχος μένει παρά πίσω).

ΠΑΙΔΙ Β΄: (Χαιρετάει το περιστέρι του) Γεια σου, Πίτσι Φίτσι μου, γεια σου καλό μου περιστεράκι (τ’ αφήνει)… Γεια σου, Πίτσι Φίτσι … Δε θα σε ξεχάσω … θα ξανάρθω στην πατρίδα …

ΠΑΤΕΡΑΣ: (τραβάει το γιο του) Έλα, έλα πάμε, περιμένει το ταξί … πάμε…

(Η χορωδία τραγουδάει το τραγούδι “Ο τόπος μας είναι κλειστός”, ποίηση Γ. Σεφέρη και μελοποίηση Γ. Μαρκόπουλου).

Ο τόπος μας είναι κλειστός/όλο βουνά που έχουνε σκεπή

Το χαμηλό ουρανό/μέρα και νύχτα

Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε πηγές

Μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές.

Που ηχούν, που ηχούν….

                

 

ΣΚΗΝΗ Β΄

(Στη μέση του εθνικού έρημου δρόμου. Η μάνα και τα παιδιά κάθονται στους μπόγους, ο πατέρας βηματίζει νευρικά)

ΠΑΤΕΡΑΣ: Φτου, την ατυχία μας! … Άκου να χαλάσει το άτιμο το ταξί… Και τώρα τι κάνουμε; Δέκα χιλιόμετρα δρόμο έχουμε ακόμα ως τα σύνορα … Φτου, την ατυχία μας …

ΜΑΝΑ: Το μόνο που μας απομένει, είναι να το πάρουμε με τα πόδια. Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε…

ΠΑΙΔΙ Β΄: Κουράστηκα … Φοβάμαι…Πότε θα φτάσουμε στα σύνορα;…

ΠΑΙΔΙ Α΄: Μη φοβάσαι, θα τα καταφέρουμε … Και τι είναι δέκα χιλιόμετρα … Τρεις ώρες δρόμος δεν είναι …

ΠΑΤΕΡΑΣ: (αποφασιστικά) Εμπρός πάμε … ζαλικωθείτε τα μπογαλάκια και ξεκινάμε…

ΠΑΙΔΙ Β΄: Ας περιμένουμε, πατέρα … μπορεί να περάσει κανένα αυτοκίνητο…

ΠΑΤΕΡΑΣ: Πού να βρεθεί εδώ τ' αυτοκίνητο; Και να περάσει κανένα, με το φόβο που ‘χουν οι οδηγοί, δε σταματάει κανείς … Εδώ οι άνθρωποι φοβούνται και τον ίσκιο τους … Πάμε … Προχωρούμε … Άλλοι περπατούν μέρες σαν τα’ αγρίμια για να φτάσουν στα σύνορα…

(Βγαίνουν έξω απ’ τη σκηνή και ξανάρχονται … Φτάνουν στα σύνορα. Στη μια άκρη της σκηνής ένας Αλβανός συνοροφύλακας και στην άλλη ένας Έλληνας.)

ΠΑΙΔΙ Α΄: Πατέρα, να τα σύνορα … Να ένας συνοροφύλακας με το όπλο του … φτάσαμε.

ΜΑΝΑ: Δόξα τω Θεώ, φτάσαμε…

ΠΑΙΔΙ Β΄: Κουράστηκα, πλήγιασαν τα πόδια μου…

ΠΑΤΕΡΑΣ: Κουράγιο βρε, φτάσαμε … Καθίστε εδώ να πάω να μιλήσω στο φύλακα, να του δείξω τα χαρτιά, να μας αφήσει να περάσουμε … (προχωράει προς το συνοριακό φρουρό).

ΦΡΟΥΡΟΣ: Αλτ! Πού πάτε; Χαρτιά έχετε;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ορίστε… Να τα χαρτιά μας…Εδώ τα ‘χω όλα…και διαβατήρια και βίζα…

ΦΡΟΥΡΟΣ: Απ’ τη Χιμάρα είστε; (μιλά και κοιτά τα χαρτιά).

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ναι, ναι, απ’ τη Χιμάρα…Για την Ελλάδα πάμε…

ΦΡΟΥΡΟΣ: Για την Ελλάδα και σεις ε; Να δούμε ποιος θα μείνει εδώ … (κοιτάει τα χαρτιά)

ΠΑΤΕΡΑΣ: Όπου παν οι πολλοί και μεις … Τι να κάνουμε; Δε βγαίνει η ζωή εδώ …

ΦΡΟΥΡΟΣ: Κύριε, υπάρχει κάποιο πρόβλημα με τα χαρτιά σας …

ΠΑΤΕΡΑΣ: Τι λες, βρε παιδάκι μου! Μη με κοψοχολιάζεις … Όλα εντάξει είναι… Πενήντα χιλιάδες πλήρωσα για να τα πάρω …

ΦΡΟΥΡΟΣ: (αυστηρά) Δεν ξέρω τι κάνατε, κύριε, αλλά εδώ υπάρχει πρόβλημα .. Να αυτή η σφραγίδα δεν πατήθηκε καλά, δε φαίνεται…

ΠΑΤΕΡΑΣ: Τι δε φαίνεται … Για να δω …

ΦΡΟΥΡΟΣ: Να εδώ … φαίνεται το Αλβανική αλλά το δημοκρατία δε φαίνεται … Πλαστά είναι τα χαρτιά σας… Δεν περνάτε…

ΠΑΤΕΡΑΣ: Τι πλαστά, βρε χριστιανέ μου, 50.000 πλήρωσα για δαύτα.

ΦΡΟΥΡΟΣ: Ναι, αλλά το δημοκρατία δε φαίνεται… Δεν μπορείτε να περάσετε…

ΠΑΤΕΡΑΣ: Έλα, βρε παιδάκι μου, σε παρακαλώ … Τι κι αν δε φαίνεται η λέξη δημοκρατία … Σάμπως δημοκρατία είναι αυτή που έχουμε; … Ούτε νόμος ούτε τάξη … Εδώ κυβερνούν τα καλάσνικωφ… Δημοκρατία είναι τούτη δω; Εδώ χάνει η μάνα το παιδί …

ΦΡΟΥΡΟΣ: Σας παρακαλώ κύριε, δεν μπορείτε να μιλάτε έτσι για την πατρίδα σας… Λίγος σεβασμός …

ΠΑΤΕΡΑΣ: Εγώ τη σέβομαι και την αγαπάω την πατρίδα μου … Δεν την έφερα εγώ σ’ αυτό το χάλι … Απ’ το Χότζα, τον Αλία, τον Μπερίσα, απ’ αυτούς να ζητήσεις το λόγο … Εγώ φτωχός άνθρωπος είμαι. Δε μου δίνει δουλειά η Πατρίδα και πάω στα ξένα να δουλέψω, να ζήσω τη φαμελιά μου … Άσε με να περάσω.

ΦΡΟΥΡΟΣ: Σας παρακαλώ, κύριε, δεν μπορείτε να περάσετε … Τα χαρτιά σας δεν είναι εντάξει … Πόσες φορές θέλεις να στο πω…

ΠΑΤΕΡΑΣ: (βηματίζει νευρικά) Φτου, την ατυχία μου! Δημοκρατία ήθελα, απ’ τη δημοκρατία τη βρίσκω … Ρε την άτιμη τη σφραγίδα! Άσε, ρε παιδάκι μου, να περάσω, σε παρακαλώ, έχω γυναίκα και παιδιά …

ΦΡΟΥΡΟΣ: Αδύνατον κύριε … Εμπρός φύγετε …Εμπρός, εμπρός…

ΠΑΤΕΡΑΣ: Α ρε σφραγίδα, τι μου κάνεις … α ρε δημοκρατία …

ΠΑΙΔΙ Β΄: Πατέρα, ακόμα … κουράστηκα … νυστάζω …

ΠΑΤΕΡΑ: Φτου! Τι κάνω τώρα; (πλησιάζει το φύλακα) Έλα, βρε παιδί μου, μην είσαι τόσο αυστηρός … (συνωμοτικά) Έλα, θα τη βολέψουμε τη δουλειά … Έλα, να, πάρε το κατιτίς … Δουλειά κάνεις και συ, σάμπως σε πληρώνει κανένας; Έλα, να, παρ’ τα (του δίνει λεφτά) κι άσε μας να πάμε στην ευχή του Θεού…

ΦΡΟΥΡΟΣ: Δε φτάνουν … Ρίξε κι άλλες 5.000 …

ΠΑΤΕΡΑΣ: Παρ ‘τα … χαλάλι σου … Άσε μας τώρα να φύγουμε …(χαρούμενος) Ελάτε, γυναίκα, παιδιά, πάμε …

ΜΑΝΑ: Εντάξει, Δυσσέα  μου; Τα καταφέραμε;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Με τούτον εδώ εντάξει … το πήρε το χαρτζηλίκι του … Με τον άλλον τι κάνουμε τώρα, τον Έλληνα συνοροφύλακα…

ΠΑΙΔΙ Β΄: Μάνα κουράστηκα … νυστάζω …

ΠΑΤΕΡΑΣ: Σώπα, βρε και συ, που κουράστηκες! Κάτσε να δούμε τι θα κάνουμε με τον Έλληνα …

(Πλησιάζουν τον Έλληνα συνοριακό φρουρό)

ΣΥΝ/ΦΥΛΑΚΑΣ: Αλτ! Ακίνητοι! Τα χαρτιά σας …

ΠΑΤΕΡΑΣ: Να, πάρτα, κύριε Έλληνα… Όλα εντάξει είναι …

ΣΥΝ/ΦΥΛΑΚΑΣ: (αυστηρά) Εγώ θα δω αν είναι εντάξει, Αλβανέ … Για να δούμε (κοιτά τα χαρτιά και μιλά απότομα)… Τι θα κάνετε στην Ελλάδα;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Για δουλειά πάμε, κύριε Έλληνα, να ζήσουμε θέλουμε…

ΣΥΝ/ΦΥΛΑΚΑΣ: Να δούμε ποιος θα πρωτοζήσει σ’ αυτή την έρμη την Ελλάδα… Γέμισε Αλβανούς η πατρίδα μας … Κοπάδια έρχεστε καθημερινά … Κι αν βάλεις κι αυτούς που περνάν κρυφά τα σύνορα σαν τ' αγρίμια, περισσότεροι θα γίνετε εσείς από μας.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Εγώ, κύριε Έλληνα, την αγαπάω την Ελλάδα … Ξέρω την ιστορία της, ξέρω το Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Παρθενώνα…

ΣΥΝ/ΦΥΛΑΚΑΣ: Άστα αυτά, Αλβανέ … Εδώ έχουμε πρόβλημα … Τι γράφει εδώ η σφραγίδα; Αλβανική … τι αλβανική;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Δημοκρατία, κύριε,… δημοκρατία… δεν πατήθηκε καλά η σφραγίδα …

ΣΥΝ/ΦΥΛΑΚΑΣ: Έχεις πρόβλημα, Αλβανέ, δε φαίνεται το δημοκρατία …Πλαστά είναι τα χαρτιά σας…

ΠΑΤΕΡΑΣ: Βρε τι έχω πάθει με δαύτη τη δημοκρατία! Τόσο πολύ που την ήθελα εγώ, άλλο τόσο με παιδεύει αυτή…

ΣΥΝ/ΦΥΛΑΚΑΣ: Ώστε δημοκρατία θες, Αλβανέ…

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ε βέβαια δημοκρατία, κύριε Έλληνα…δημοκρατία…να ‘χω δουλειά, να μιλώ και να πράττω ελεύθερα…

ΣΥΝ/ΦΥΛΑΚΑΣ: Και θες να τη βρεις στην Ελλάδα;…

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ε πού αλλού; Στην Ελλάδα, στις χώρες της Ε.Ο.Κ… Πού αλλού θα τη βρω;

ΣΥΝ/ΦΥΛΑΚΑΣ: Ξέρεις κάτι, Αλβανέ; Δύσκολο, πολύ δύσκολο πράγμα η δημοκρατία.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Δύσκολη ξεδύσκολη, κύριε Έλληνα, καλύτερα είστε από μας… Εγώ δουλειά θέλω κι ας είναι και λίγο κουτσουρεμένη η δημοκρατία… Σάμπως η δημοκρατία θα μου δώσει να φάω…Τα χέρια μου να ‘ναι καλά… Θα μ’ αφήσεις να περάσω;

ΣΥΝ/ΦΥΛΑΚΑΣ: (αυστηρά)  Είπαμε…Τα «χαρτιά» σου, Αλβανέ, δεν είναι εντάξει…Δεν περνάς... 

ΠΑΤΕΡΑΣ: Έλα, βρε παιδί μου, ο υπάλληλος φταίει … δεν πάτησε καλά τη σφραγίδα …

ΣΥΝ/ΦΥΛΑΚΑΣ: Και ‘γω τι θες να σου κάνω, Αλβανέ; Τι νόμιζες πως είναι η Ελλάδα; Μπάτε σκύλοι αλέστε; Έχουμε κράτος εμείς …

ΠΑΤΕΡΑΣ: Δε διαφωνώ, παιδάκι μου … Έτσι είναι … Μα κάνε, σε παρακαλώ, τα στραβά μάτια … Ένα λαθάκι είναι …(συνωμοτικά) Έλα άσε μας να περάσουμε, θα ‘χεις και συ το κέρδος σου …

ΣΥΝ/ΦΥΛΑΚΑΣ: Ρίξτα… πέντε κόκκινα η ταρίφα …

ΠΑΤΕΡΑΣ: (του τα βάζει με τρόπο στην τσέπη) Παρ’ τα, να ‘σαι καλά … σ’ ευχαριστώ…

ΣΥΝ/ΦΥΛΑΚΑΣ: Εμπρός, περάστε … Μπορείτε να φύγετε… Άιντε, Αλβανέ, και τον άλλο μήνα πάλι εδώ θα ‘σαι…

ΠΑΤΕΡΑΣ: (φωνάζει χαρούμενος) Ελάτε, γυναίκα, παιδιά … πάμε

(Τους μαζεύει παράμερα γύρω του και τους μιλάει)

Κοιτάξτε, προσέξτε με καλά … Τώρα μπήκαμε σε ξένη χώρα … στην Ελλάδα… δε μας βλέπουν με καλό μάτι εμάς τους Αλβανούς, χρειάζεται προσοχή… Ακούστε καλά… Τώρα θα λέμε ότι είμαστε Βορειοηπειρώτες, Αλβανοί με ελληνική καταγωγή … Τα ελληνικά λίγο πολύ τα ξέρουμε, δε θα μας καταλάβουν … Ευτυχώς τα ονόματά μας είναι ελληνικά και δε χρειάζεται να τ’ αλλάξουμε…Να ευχαριστούμε το μακαρίτη τον καθηγητή απ’ τα Τίρανα που ‘χε λόξα με τον Όμηρο και με «βάφτισε» Οδυσσέα… Να ‘μαι και γω καλά που ‘χα την ιδέα να σ’ ονομάσω και σένα, γιε μου, Τηλέμαχο. Ε… Τάνια και Λίντα, τέτοια ονόματα, έχουν και στην Ελλάδα…

ΜΑΝΑ: Τι σου είναι η ζωή! Να φοβάσαι να πεις και τ’ όνομά σου!

ΠΑΤΕΡΑΣ: Τι να κάνουμε, Τάνια, κουβάρι είναι η ζωή, κουβάρι που το νήμα το τραβά και το ξετυλίγει ο χρόνος – μικρό παιδί ο χρόνος, ανέμελο μορτάκι, που βιάζεται να φτάσει στο τέρμα και φορές σκοντάφτει και μπλέκεται το νήμα, γίνεται κόμπος, γόρδιος δεσμός και άντε να τον λύσεις μετά …

ΠΑΙΔΙ Β΄: Πα να πει, πατέρα, πως και μεις τώρα έναν κόμπο, ένα γόρδιο δεσμό έχουμε μπροστά μας … Θα τον λύσουμε, πατέρα, το γόρδιο δεσμό; Θα τα καταφέρουμε;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Μέγα Αλέξαντροι δεν είμαστε, Μάχο, να του δώσουμε μια σπαθιά και να τον λύσουμε στο «άψε σβήσε» … Χρειάζεται υπομονή, αισιοδοξία… μη σε πάρει η ζωή από κάτω… και προσπάθεια και δουλειά πολλή για να λυθούν οι κόμποι της ζωής … Δύσκολος τούτος ο κόμπος που μας έτυχε μα θα τα καταφέρουμε … Άντε, πάμε τώρα … Στα Γιάννενα πρώτα κι από κει με το λεωφορείο στην Αθήνα.

 

(Η χορωδία τραγουδάει το τραγούδι της Α. Μάνου: «Ηπειρώτικο τραγούδι»:

Φύσηξε βοριάς κι ο χάρτης το χορό χορεύει/που το φίδι των συνόρων ξέρει να γητεύει

Αδελφέ μου του χειμώνα, ράτσα μου βουνίσια/ποια σειρήνα σε τραβάει ρίζα προγονίσια

                                                   Ρεφρέν

Ηπειρώτικο τραγούδι, μοιρολόι μου/σε ποιο χρόνο να γυρίσω το ρολόι μου

Ηπειρώτικο τραγούδι τι σε πλάνεψε/τον Αλή πασά δε βλέπεις που ζωντάνεψε.

 

Φύσηξε βοριάς κι ο χάρτης το χορό χορεύει/που χωρίζει τους ανθρώπους και τους αγριεύει

Αδελφός τον αδελφό του να τον φοβερίζει/η φοβέρα κάνει κύκλο κι όλο δω γυρίζει.

                                                Ρεφρέν

Ηπειρώτικο τραγούδι……...………………………………………………………………….)

 

ΣΚΗΝΗ Γ΄

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Έφτασαν στα Γιάννενα και πήραν το λεωφορείο για την Αθήνα. Φτάσαν στην Ομόνοια χαράματα. Ψύχρα έκανε, τα παιδιά νύσταζαν και κρύωναν, μα δε γκρίνιαζαν μόνο κρατούσαν σφιχτά τη μάνα από το χέρι, μη τυχόν και τη χάσουν. Είχαν ειδοποιήσει τηλεφωνικά το χωριανό τους, το Μίρη, που ‘χε δυο χρόνια στην Ελλάδα, να ‘ρθει να τους πάρει. Μα αυτός δε φαινόταν ακόμα. Άρχισε να χαράζει … Είδαν τα παιδιά τα τεράστια κτίρια, τα χιλιάδες αυτοκίνητα, τα ‘χασαν … κόσμος πολύς γύρω τους και μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες λες και μαζεύτηκαν όλες οι φυλές της γης στην Ομόνοια … «Βαβυλωνία» σκέφτηκαν τα παιδιά … Άρχισε να ροδίζει η αυγή, ο Μίρη δε φαινόταν, ο πατέρας τον έψαχνε. Η μάνα και τα παιδιά κουλουριασμένα στην κουβέρτα περίμεναν στο παγκάκι … έκανε κρύο ακόμα…

Βγήκε ο ήλιος για τα καλά κι είδαν τον πατέρα να ‘ρχεται από πέρα με το Μίρη. Μπήκαν στο σαράβαλο του Μίρη και μετά από πέντε ώρες δρόμο έφτασαν στο Βόλο, στη συνοικία Αλιβέρι, δίπλα στον καταυλισμό των τσιγγάνων. Εκεί θα έμεναν, σ’ ένα ημιυπόγειο γεμάτο υγρασία και μούχλα. Χρόνια είχαν να μείνουν άνθρωποι εκεί. Η μάνα το σιγύρισε, το σουλούπωσε … Καλά ήταν για αρχή…

 

(ακούγεται απόσπασμα από το «Εντερλέτζι», τραγούδι από το δίσκο του Γκ. Μπρέγκοβιτς: «Ο καιρός των τσιγγάνων»).

(Σε μια φτωχική κάμαρη)

ΜΑΝΑ: Καλό, καλούτσικο το καινούργιο μας σπιτάκι … μικρό, φτωχικό είναι, έχει λίγη υγρασία μα μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας! Σε ξένη χώρα είμαστε … μετανάστες … όπως βρήκαμε θα πορευτούμε …

ΠΑΙΔΙ Α΄: Δυο μήνες, μάνα, έχουμε εδώ και ο πατέρας δουλειά δε βρήκε … Τι θα φάμε; Ακόμα και στο σχολείο δεν πήγαμε! Δε θα μάθουμε γράμματα εμείς;

ΜΑΝΑ: Να 'ρθουν τα «χαρτιά» σας και σχολείο θα πάτε και γράμματα θα μάθετε… Μην ανησυχείτε…

ΠΑΙΔΙ Α’: «Χαρτιά», μάνα, να φύγουμε απ’ την Αλβανία, «χαρτιά» να μείνουμε στην Ελλάδα, «χαρτιά» να βρει δουλειά ο πατέρας, «χαρτιά» να πάμε σχολείο… Μου φαίνεται, μάνα, πως τα «χαρτιά» έχουν μεγαλύτερη αξία απ’ τον άνθρωπο…

ΠΑΙΔΙ Β’: Και τι τα θέλουν τα «χαρτιά», μάνα; Εγώ είμαι, ο Μάχος απ’ την Αλβανία! Ολοζώντανος μπροστά τους και θέλω να μάθω γράμματα! Γιατί τότες δε με «γράφουν» στο σχολείο;

ΜΑΝΑ : Έτσι το λένε οι νόμοι, παιδάκι μου, τι να κάνουμε…Κάντε υπομονή.

ΠΑΙΔΙ Α’ : (μ’ απογοήτευση) Και ο πατέρας ακόμα δε βρήκε δουλειά, μάνα…

ΜΑΝΑ: Ψάχνει, παιδάκι μου, ψάχνει… μην απελπίζεστε όλο και κάτι θα του τύχει… Δόξα τω Θεώ να λέτε που κάνω εγώ κάνα μεροκάματο καθαρίζοντας τα σπίτια των κυράδων και δε μας λείπει το φαΐ … Πάλι καλά να λέτε…

ΠΑΙΔΙ Α’: Κ’ είναι καλές, μάνα, οι κυράδες, που πας και καθαρίζεις τα σπίτια τους; Σε δέχονται καλά;

ΜΑΝΑ: Καλές είναι όλες, παιδάκι μου…Μια μόνο, η κυρία Καίτη, μ’ έχει σα δούλα.  Ώρες είμαι στο σπίτι της και λόγο καλό δεν έχει να μου πει, ένα καφεδάκι δε με φίλεψε…Ξάπλα στον καναπέ η κυρία Καίτη, στο ‘να χέρι το τσιγάρο και στ’ άλλο το τηλέφωνο και δίνει διαταγές λες κ’ είναι η Μεγάλη Αικατερίνη…

ΠΑΙΔΙ Β': Είδες μάνα τι όμορφα σπίτια έχουν εδώ στην Ελλάδα; Και πολυκατοικίες τεράστιες, θεόρατες … πλούσιοι είναι εδώ μάνα…

ΠΑΙΔΙ Α΄: Και μαγαζιά! Πολύ όμορφα καταστήματα έχουν, με κάτι βιτρίνες, μα τι βιτρίνες!

ΠΑΙΔΙ Β΄: Και παιχνίδια ένα σωρό … Είδα μια ποδηλατάρα σε μια βιτρίνα! Αυτό, μάνα, θέλω για δώρο!

ΜΑΝΑ: Να βολευτούμε πρώτα, να σταθούμε στα πόδια μας και θα σας πάρουμε ό,τι θέλετε … Όσο για πλούσιοι μη νομίσετε πως όλοι εδώ στην Ελλάδα είναι πάμπλουτοι… Για κοιτάξτε γύρω σας στη γειτονιά… μεροκαματιάρηδες άνθρωποι είναι… μεροδούλι, μεροφάι οι περισσότεροι … έχουν τη σειρά τους δε λέω αλλά και μεις σιγά σιγά θα τα καταφέρουμε.

ΠΑΙΔΙ Α΄: Καλοί, καλοί είναι, μάνα, οι γειτόνοι, δε μας πειράζουν, μα περίεργα μας κοιτούν, παράξενα…

ΜΑΝΑ: Έτσι είναι στην αρχή, παιδιά μου, δε μας ξέρουν οι άνθρωποι … Σιγά σιγά θα μας μάθουν, θα μας συνηθίσουν…Σε ξένη χώρα είμαστε…

ΠΑΙΔΙ Β΄: Ναι μάνα, μα μερικά παιδιά εδώ στη γειτονιά μας κοροϊδεύουν και μας πειράζουν … Μας φωνάζουν «Αλβανέ, Αλβανέ!».

ΜΑΝΑ: Κι είναι βρισιά, καημένε μου, να σε φωνάζουν «Αλβανό»; Φώναξέ τους και συ «Έλληνα, Έλληνα», πού ‘ναι το κακό; … Μη δίνεται σημασία…

ΠΑΙΔΙ Β΄: Ναι, μα εγώ στεχνοχωριέμαι, δε μας θέλουν στην παρέα τους και νιώθω άσχημα πολύ, μάνα… Και τα τσιγγανάκια απ’ τον καταυλισμό δε με παίζουν, μόνο ο Ζαφείρης μ’ έχει φίλο. Και στο σχολείο έτσι θα μας κοροϊδεύουν; Δε θέλω να πάω.

ΠΑΙΔΙ Α’: Θυμάσαι, μάνα, π’ αρρώστησα και με πήγες στο γιατρό με το λεωφορείο;

ΜΑΝΑ : Πώς δε θυμάμαι, παιδάκι μου, πριν λίγο καιρό ήταν…

ΠΑΙΔΙ Α’: Ανεβήκαμε στο λεωφορείο, με πήρες αγκαλιά και καθήσαμε στη θέση μας, δίπλα σε μια καλοντυμένη κυρία… Πιάσατε την κουβέντα… Στην αρχή καλά σου μιλούσε η κυρία, μα σαν της είπες πως είμαστε απ’ την Αλβανία, έσφιξε τα χείλη της, μιλιά δεν έβγαλε, κι έκατσε μόνη της πίσω…Κακή γυναίκα ήταν μάνα…

ΜΑΝΑ: Μη δίνετε σημασία, καλά μου, μην το παίρνετε κατάκαρδα… Ξένοι είμαστε για ξένους μας βλέπουν.. Φοβούνται οι άνθρωποι, «κουμπώνονται» σαν βλέπουν ξένους… Εσείς να μη στενοχωριέστε, να ‘χετε το νου σας στο σχολείο … Πρέπει να μάθετε γράμματα

ΠΑΙΔΙ Α΄: Και πότε θα πάμε σχολείο, μάνα; Θα ‘ναι καλή η δασκάλα μας; Με τη γλώσσα θα δυσκολευόμαστε, μάνα …

ΜΑΝΑ: Εσείς τη δουλειά σας, το νου σας στα μαθήματα και οι δασκάλοι σας καλοί θα είναι και τη γλώσσα σιγά σιγά θα τη μάθετε.

ΠΑΙΔΙ Β΄: Ναι, μάνα, αλλά με μας τ' Αλβανάκια είναι πολύ αυστηροί οι δάσκαλοι…

ΠΑΙΔΙ Α΄: Μάνα, στη γλώσσα μπορεί να μην τα πάμε και τόσο καλά αλλά στην αριθμητική, που ‘ναι ίδια μ’ αυτή που κάναμε στην Αλβανία, θα είμαστε από τους πρώτους.

ΜΑΝΑ: Μπράβο, να ‘στε καλοί μαθητές, να μη δημιουργείτε προβλήματα και ν’ ακούτε τους δασκάλους σας.

ΠΑΙΔΙ Α΄: (κοιτά απ’ το παράθυρο) Μάνα, έρχεται ο πατέρας. Χαρούμενος φαίνεται…

(εμφανίζεται ο πατέρας)

ΠΑΤΕΡΑΣ: (χαρούμενος) Τα κατάφερα, γυναίκα … Βρήκα δουλειά σε οικοδομή… Καλά είναι … πολύ καλά …

ΜΑΝΑ: Αλήθεια, Δυσσέα; (τον αγκαλιάζει) Για πες μας, για πες μας … πώς τα κατάφερες;  Πώς βγήκε το «τυχερό»;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Να, πρωί πρωί που ‘φυγα να πάω στο καφενείο στην κεντρική πλατεία … Είναι στέκι εκεί, ξέρεις, στο καφέ «ΑΛΑΣΚΑ», στο Οξυγόνο. Κάθομαι, λοιπόν, και παραγγέλνω καφέ … Έρχεται ο καφετζής και μου λέει «να, κείνος εκεί ο χοντρομπαλάς, με το μουστάκι έχει δουλειές, μπορεί και να σε βολέψει». Σηκώνομαι, τον πλησιάζω και του λέω ευγενικά «ψάχνω για δουλειά, κύριε, μήπως μπορείς να με βολέψεις πουθενά; Ό,τι να ‘ναι…». «Αλβανός είσαι;» με ρωτάει άγρια. «Ναι, του λέω, έχω γυναίκα και παιδιά να θρέψω». «Εγώ δεν παίρνω Αλβανούς στη δούλεψή μου, αγριεύει, είστε όλοι κλέφτες και λωποδύτες. Κάθε βράδυ τα λένε τα κατορθώματά σας στην τηλεόραση … Φύγε από δω, που μου ‘ρθατε όλοι εδώ να σας ταΐσουμε».

ΠΑΙΔΙ Α΄: Έτσι σου ‘πε, πατέρα; Τι κακός άνθρωπος! Και συ τι του απάντησες;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Η αλήθεια είναι ότι θύμωσα πολύ, μα συγκρατήσα την οργή μου και του ‘πα πάλι ευγενικά «γιατί, κύριε με λες κλέφτη και λωποδύτη; Φτωχός άνθρωπος είμαι, οικογενειάρχης … δουλειά ζητάω δεν κάνω κανένα κακό. Δεν είναι όλοι οι Αλβανοί κλέφτες και ληστές. Μη μας βάζεις όλους στο ίδιο τσουβάλι… ελάχιστοι κάνουν το κακό όλους μας παίρνει η μπόρα!».

ΠΑΙΔΙ Β΄: Και τι σου απάντησε αυτός, πατέρα; Θα θύμωσε πολύ ε…

ΠΑΤΕΡΑΣ: Άρχισε να με βρίζει … έδωσα τόπο στην οργή … άρχισαν να τον μαλώνουν και οι άλλοι Έλληνες που ‘ταν στον καφενέ κι έκατσα στο τραπέζι να πιω τον καφέ μου…

ΜΑΝΑ: Κι ύστερα, Δυσσέα μου, πως βγήκε το «τυχερό»;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Δεν πρόλαβα ν’ αποσώσω τον καφέ και να ‘σου μπαίνει στον καφενέ ο κυρ Αντώνης, εργολάβος κι αυτός… καλός άνθρωπος, έχω κάνει λίγα μεροκάματα στη δούλεψή του. «Ψάχνεις για δουλειά;» μου λέει. «Ναι, γι’ αυτό είμαι εδώ». «Έλα πάμε για την οικοδομή, 5.000 το μεροκάματο και φαγητό». «Ευχαριστώ πολύ» του λέω … Πάμε να φύγουμε και πετάγεται πάλι ο χοντρομπαλάς ο μουστάκιας «Αλβανό παίρνεις στη δουλειά; Δε φοβάσαι;». «Γιατί να φοβηθώ; καλός άνθρωπος είναι, τον ξέρω, φτωχός, πεινασμένος, να μην τον βοηθήσω;», του απαντά τ' αφεντικό μου. Φύγαμε για την οικοδομή, δέκα ώρες δουλειά και το πεντοχίλιαρο στο χέρι … Καλός άνθρωπος τ' αφεντικό μου …

ΠΑΙΔΙ Α΄: Και θα ‘χεις δουλειά κάθε μέρα, πατέρα;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Για δυο τρεις μήνες σίγουρα, μετά θα δούμε … Μου ‘πε τ' αφεντικό πως θα με συστήσει και σ’ άλλους εργολάβους… Αφού κάναμε την αρχή καλά θα πάμε …

ΜΑΝΑ: Άντε, Δυσσέα μου, ν’ ανασάνουμε λίγο … Να βρω και γω δυο τρία σπίτια ακόμα να πλένω, να συγυρίζω, να σιδερώνω και μια χαρά θα ‘μαστε…

ΠΑΙΔΙ Β΄: Αν βγάλετε λεφτά, πατέρα, θέλω τη μπάλα και τη στολή του Παναθηναϊκού, που μου ‘ταξες και θέλω και ποδήλατο!

ΠΑΤΕΡΑΣ: Θα στα πάρω βρε, θα στ’ αγοράσω … Εσείς κοιτάτε να μάθετε γράμματα, να μορφωθείτε …Α, ήρθαν και τα χαρτιά σας για το σχολείο, μου τα ‘δωσε ο Μίρη στο «στέκι». Πέρασα κι απ’ το σχολείο και τα ‘δωσα στο Δ/ντή. Απ’ αύριο έχει σχολείο …

ΜΑΝΑ: Αλήθεια, Δυσσέα! Αμάν να ησυχάσουμε, που ήταν ολημερίς κλεισμένα μες στο σπίτι… Αμάν, μας έφυγε ένα βάρος…

ΠΑΙΔΙ Β΄: Δε θέλω, πατέρα, να πάω σχολείο … θα με κοροϊδεύουν … Είναι δυο τρία παιδιά, που μας φωνάζουν παλιοαλβανούς … Να, όπως στο ‘πε και σε σένα αυτός ο άγριος κύριος στον καφενέ …

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ε, για δυο τρία παλιόπαιδα βρε Μάχο, δε θες να πας στο σχολείο; Δε θέλω ν’ ακούω τέτοια … Είπαμε, υπομονή και διάβασμα … Άντε τώρα, μπρος για ύπνο, αύριο ξυπνάμε πρωί…

ΜΑΝΑ: Ακούς να μη θέλει να πάει σχολείο! Μπρος μπρος για ύπνο και δε θέλω ν’ ακούω τέτοια… Μπρος, Μάχο, στο κρεβάτι, κι’ απ’ αύριο πρωί πρωί την τσάντα και σχολείο…

 

Η χορωδία τραγουδά το τραγούδι του Γ. Μαρκόπουλου «Εδώ στην ξένη χώρα», από το δίσκο «Οι μετανάστες» με διασκευασμένους ορισμένους στίχους:

 

Εδώ στην ξένη χώρα απ’ τη στεναχώρια (2)/Τι θα φάω τι θα πιω τι θα στείλω στο χωριό

Που πεινάνε κι είναι κρίμα/Ψάχνω να (3) βρω αδελφό, δε με θέλουν κι είναι κρίμα (2)

 

Εδώ στην ξένη χώρα απ’ τη στενοχώρια (2)/κάθε βράδυ στο σταθμό τριγυρίζω για να πω

Μια κουβέντα σ’ ένα φίλο/ κι αν μια νύ (3)χτα δεν τον βρω μοιάζω με χαμένο σκύλο

 

Εδώ στην ξένη χώρα απ’ τη στενοχώρια(2)/θα γυρίσω στο χωριό, δεν αντέχω, δε βαστώ

Τι κορμί βασανισμένο/ψάχνω να(3)βρω αδελφό κι όλοι με φωνάζουν ξένο(2)

 

 

ΣΚΗΝΗ Δ’

(Στο σχολείο. Μπαίνουν τα παιδιά στην τάξη τους φασαριόζικα. Τα δυο Αλβανάκια κάθονται στο θρανίο αμίλητα.)

ΝΙΚΗ: (δείχνει τα δυο Αλβανάκια) Παιδιά, έχουμε δυο καινούργιους σήμερα…

ΦΕΝΙΑ: (υπεροπτικά, περιφρονητικά) Και ποιοι είναι αυτοί οι κακομοίρηδες;

ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Γιατί, Φένια, τους λες κακομοίρηδες; Παιδιά σαν και μας είναι κι αυτά .. Καλώς ήρθατε, παιδιά…

ΜΙΧΑΛΗΣ: Έλα μωρέ, Αλβανοί είναι, τους ξέρω, τους έχω δει στη γειτονιά. Γέμισε η Ελλάδα από δαύτους…

ΡΗΝΙΩ: Μη γίνεσαι κακός, Μιχάλη… Πώς σας λένε παιδιά;

ΠΑΙΔΙ Α΄: Εμένα με λένε Λίντα κι αυτός είναι ο αδερφός μου, τον λένε Τηλέμαχο, Μάχο τον φωνάζουμε…

ΦΕΝΙΑ: Ο αδερφός σου δεν έχει γλώσσα να μιλήσει; Μουγκός είναι; Κι αφού είναι απ’ την Αλβανία, πώς έχει ελληνικό όνομα ε;

ΜΙΧΑΛΗΣ: Έλα μωρέ ψέματα λένε, τ' αλλάξανε τα ονόματά τους, Έτσι κάνουν σαν έρχονται στην Ελλάδα. Σιγά μην τον λένε Τηλέμαχο…

ΠΕΤΡΟΣ: Και σας τι σας πειράζει που τον λένε Τηλέμαχο; Δικαίωμά του είναι…

ΦΕΝΙΑ: Και πολύ βαρύ όνομα διάλεξε, ασήκωτο… Όνομα ήρωα της μυθολογίας μας!

ΠΕΤΡΟΣ: Βαρύ ξεβαρύ, αυτό το όνομα θέλει να ‘χει…Τι σας μέλει;

ΝΙΚΗ: Παιδιά, ησυχία … Έρχεται η κυρία …

ΔΑΣΚΑΛΑ 1: Καλημέρα, παιδιά …

ΠΑΙΔΙΑ: Καλημέρα, κυρία…

ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Κυρία, έχουμε δυο καινούργιους συμμαθητές από σήμερα …

ΔΑΣΚΑΛΑ 1: Μπα … καλώς τους .. πώς σας λένε;

ΠΑΙΔΙ Α΄: Εμένα Λίντα …

ΠΑΙΔΙ Β΄: Εμένα Τηλέμαχο με λένε, Μάχο με φωνάζουν…

ΦΕΝΙΑ: Ψέματα λέει, κυρία …απ’ την Αλβανία είναι…

ΜΙΧΑΛΗΣ: Δεν είναι σίγουρο αν είναι τ’ όνομά του. Οι Αλβανοί αλλάζουν τα ονόματά

τους σαν έρχονται στην Ελλάδα…

ΠΕΤΡΟΣ: Και σας τι σας νοιάζει; Δικαίωμά του είναι … Ωραίο όνομα έχει… όνομα ήρωα είναι …

ΔΑΣΚΑΛΑ1: Ελάτε, ελάτε, ησυχάστε… Ώστε Αλβανάκια είστε… Και ελληνικά δεν ξέρετε καλά ε;..

ΛΙΝΤΑ:  Ξέρουμε, κυρία, αρκετά … μπορούμε και συνεννοούμαστε.

ΔΑΣΚΑΛΑ 1: Ξέρω, ξέρω …(προς το κοινό) κι άλλο βάσανο μου ‘τυχε … Μαζεύεται εδώ κάθε καρυδιάς καρύδι και άντε να τα βγάλεις πέρα …

ΠΑΙΔΙ Α΄: Είμαστε καλοί στα μαθηματικά και από ελληνικά κάτι ξέρουμε … θα διαβάζουμε.

ΔΑΣΚΑΛΑ 1: Θα δούμε, θα δούμε… (προς το κοινό) … Όλες οι φυλές του κόσμου μαζευτήκανε εδώ και άντε να κάνεις μάθημα. (προς τα παιδιά) Από σήμερα παιδιά χωρίζουμε, φεύγω γι’ άλλο σχολείο… Λυπάμαι, μα ήρθε η μετάθεση μου…

ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Φεύγετε, κυρία; Θα μας αφήσετε;

ΜΙΧΑΛΗΣ: Δε γίνεται να μείνετε, κυρία;

ΔΑΣΚΑΛΑ 1: Όχι, όχι… ήρθε η μετάθεσή μου. Όπου να ‘ναι έρχεται η νέα σας κυρία … Α νάτη έρχεται … Γεια σας … ελάτε.

ΔΑΣΚΑΛΑ 1: (Παίρνει παράμερα τη νέα δασκάλα) Δε θέλω να σ’ απογοητεύσω, συναδέλφισσα, αλλά τούτο το σχολείο έχει προβλήματα … Πολλά παιδιά προσφύγων και μεταναστών έχει … Δεν ξέρουν να διαβάζουν, να γράφουν … Σου πρήζουν το συκώτι … Φοιτούν εδώ και τσιγγανάκια, βρώμικα είναι και ατίθασα, άτιμη φυλή … Να προσέχεις, συναδέλφισσα, γκέτο είναι τούτο το σχολείο… Χάρηκα πολύ, σου εύχομαι καλή δύναμη … Γεια σας παιδιά…

ΠΑΙΔΙΑ: Γεια σας, κυρία, στο καλό …

ΔΑΣΚΑΛΑ 2 : Καλημέρα, παιδιά…καθίστε…

ΠΑΙΔΙΑ:  Καλημέρα, κυρία…

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Και τώρα ας γνωριστούμε καλύτερα … Εμένα με λένε Ελένη … Ελένη Λύτρα… Για να μου πείτε και σεις τα ονόματά σας…

ΠΑΙΔΙΑ: (Λένε ένα ένα τα ονόματά τους)

ΔΑΣΚΑΛΑ: Ωραία…

ΜΙΧΑΛΗΣ: Κυρία, κυρία, αυτά τα δύο είναι αλβανάκια κι αυτός εκεί, ο Φρίξος, είναι τσιγγανάκι, γυφτάκι δηλαδή.

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Και γιατί, Μιχάλη, το λες τόσο περιφρονητικά; Είναι κακό να είναι κανείς Αλβανός ή Τσιγγάνος; Έχουν μήπως καμιά  σοβαρή αρρώστια ή μήπως δε είναι κι αυτά παιδιά σαν και σας; Δεν έχουν κι αυτά ψυχούλα, δεν έχουν καρδιά;

ΦΕΝΙΑ: Έχουν, κυρία, αλλά είναι Αλβανοί, είναι φτωχοί, δεν έχουν δουλειές…Και οι Αλβανοί, κυρία, κάνουν όλο παρανομίες…

ΤΣΙΓΓΑΝΑΚΙ : (περήφανα) Εγώ, κυρία, είμαι τσιγγάνος, δεν είμαι Αλβανός…

ΦΕΝΙΑ: Σιγά, και σεις οι γύφτοι τα ίδια και χειρότερα είστε. Και κλέβετε και παιδιά, έτσι μου ‘πε η γιαγιά μου … και είστε και αμόρφωτοι και κλέφτες και ακάθαρτοι…

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: (αυστηρά) Μπα, τι ακούω! Πώς μιλάτε έτσι για τους συμμαθητές σας; Δεν μπορείτε να ‘χετε τόσο άσχημη γνώμη για παιδιά που ζείτε και παίζετε τόσες ώρες μαζί…

ΜΙΧΑΛΗΣ: Δεν παίζουμε μαζί, κυρία, δε θέλουμε να παίζουμε μαζί… Δεν είναι Έλληνες …

ΤΣΙΓΓΑΝΑΚΙ: (θυμωμένα) Εγώ Έλληνας είμαι, ο πατέρας μου πήγε φαντάρος, υπηρέτησε την πατρίδα… Είμαι Έλληνας όπως και σεις…

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Δε συμφωνώ, κυρία, μ’ αυτά που λένε η Φένια και ο Μιχάλης … Δεν πρέπει να ξεχωρίζουμε τους ανθρώπους…

ΡΗΝΙΩ: Συμφωνώ με το Σωκράτη … Όλοι άνθρωποι είμαστε, όλους πρέπει να τους σεβόμαστε… Μπορεί να ήμασταν εμείς στη θέση τους… θα μας άρεσε τότε να μας συμπεριφέρονται άσχημα;

ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Δεν πρέπει να ξεχωρίζουμε τους ανθρώπους απ’ τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία … Όλοι είμαστε ίσοι, έχουμε τα ίδια δικαιώματα…

ΠΕΤΡΟΣ: Κι ύστερα οι μετανάστες, οι οικονομικοί μετανάστες όπως τους λένε … Αλβανοί, Πολωνοί, Ρουμάνοι, Αφρικανοί, έχουν τόσα προβλήματα… Πρέπει να τους βοηθάμε …Βοήθεια και κατανόηση χρειάζονται…

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Και βέβαια δεν πρέπει να τους συμπεριφερόμαστε άσχημα τους ξένους… Εγώ έζησα αυτή την κακή συμπεριφορά, όταν ήμουν μικρή σαν και σας και μου κόστισε πολύ…

ΝΙΚΗ: Πώς, κυρία; Εδώ στην Ελλάδα, σε μια Ελληνίδα;

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Είμαι και ‘γω, όπως και χιλιάδες άλλα Ελληνόπουλα, παιδί μεταναστών. Μικρούλα με τους γονείς μου αναγκαστήκαμε να πάμε μετανάστες στη Γερμανία. Το δημοτικό το έβγαλα εκεί. Πολλά γερμανόπουλα μου συμπεριφέρονταν άσχημα, μ’ έβριζαν και δεν με ήθελαν στην παρέα τους…

ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Πολύ σκληρό αυτό για σας, κυρία…

ΔΑΣΚΑΛΑ: Ναι είναι πολύ σκληρό… Έκανα όμως υπομονή και διάβαζα πολύ. Το ‘χα βάλει πείσμα να γίνω η καλύτερη μαθήτρια και τα κατάφερα… Σιγά σιγά με τον καιρό τα πράγματα άλλαξαν, τα γερμανόπουλα, οι συμμαθητές μου, μ’ αποδέχθηκαν, με πήραν στη συντροφιά τους, αγαπηθήκαμε κι ακόμη και σήμερα έχω φίλους από ‘κείνη την εποχή…

ΜΙΧΑΛΗΣ: Ναι, αλλά κυρία, εσείς είστε μια Ελληνίδα και μεις οι Έλληνες είμαστε έξυπνοι και γενναίοι κι έχουμε μεγάλη ιστορία κι όλοι οι ξένοι λαοί μας θαυμάζουν και μας αγαπάνε!

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Όλοι οι λαοί, Μιχάλη, έχουν την ιστορία τους, όλοι είναι περήφανοι για την πατρίδα τους… και έξυπνοι είναι και γενναίοι, όταν το χρειαστεί η πατρίδα …

ΦΕΝΙΑ: Ναι αλλά εμείς οι Έλληνες είμαστε απ’ όλους εξυπνότεροι… έχουμε ένδοξους προγόνους … Εδώ γεννήθηκε ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης…

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Είναι σωστό να είμαστε περήφανοι για τους προγόνους μας, μα αυτό δε σημαίνει ότι εμείς σήμερα είμαστε εξυπνότεροι από τους άλλους λαούς …Ένας μεγάλος δάσκαλος, ο Δ. Γληνός, έλεγε: «Αλίμονο στο λαό, που αναπαύεται στις δάφνες των προγόνων του…». Και δε μου λες, Φένια, οι Αμερικανοί, οι Γερμανοί που ‘χουν προοδεύσει τόσο πολύ στην οικονομία, στις νέες τεχνολογίες, που ‘χουν βγάλει τόσους επιστήμονες, πάει να πει ότι είναι πιο έξυπνοι από μας τους Έλληνες;

ΠΕΤΡΟΣ: Δε νομίζω, κυρία … Άλλωστε τώρα με την αποκρυπτογράφηση του DNA, του ανθρώπινου γονιδιώματος, οι επιστήμονες λένε πως όλοι οι άνθρωποι έχουν τις ίδιες ικανότητες, κανένας δεν κληρονομεί κάτι ξεχωριστό, που να τον κάνει ανώτερο απ’ τους άλλους …

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Έχεις δίκιο, Πέτρο. Το περιβάλλον, οι συνθήκες μέσα στις οποίες ζει ο κάθε άνθρωπος είναι αυτές που τον βοηθούν να προοδέψει…και δυστυχώς οι συνθήκες δεν είναι οι ίδιες παντού… Οι συνθήκες ζωής στην Αμερική και στη Γερμανία βοήθησαν τους λαούς αυτούς να προοδέψουν και να αναπτυχθούν… Το ίδιο συμβαίνει και με μας τους Έλληνες και τους Αλβανούς… Εμείς ζούμε καλύτερα, το αλβανικό κράτος έχει προβλήματα σοβαρά, σιγά σιγά και οι Αλβανοί θα αποκτήσουν καλή οικονομία, θα αναπτυχθούν, θα λειτουργήσει σωστά το κράτος τους, θα βρουν το δρόμο τους προς την πρόοδο και οι Αλβανοί δε θα αναγκάζονται να ξενιτεύονται, για να καλυτερέψουν τη ζωή τους … Βγείτε τώρα διάλειμμα και τα ξαναλέμε …

 

(Στο διάλειμμα, τα παιδιά μια παρέα συζητούν έντονα. Τα δυο Αλβανάκια κάθονται παράμερα και το τσιγγανάκι παίζει μόνο του)

ΦΕΝΙΑ: Ελάτε, πάμε για παιχνίδι.

ΠΕΤΡΟΣ: Να πάρουμε και τα Αλβανάκια και το τσιγγανάκι στην παρέα μας.

ΜΙΧΑΛΗΣ: Έλα, μωρέ, τι τους θες αυτούς; Μ’ Αλβανούς και γύφτους θ’ ασχολούμαστε τώρα;

ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Εγώ δεν το βλέπω σωστό να τους απομονώνουμε … συμμαθητές μας είναι ..

ΦΕΝΙΑ: Ε και; Εγώ φιλίες μ’ αυτούς δεν πιάνω.

(τα παιδιά κάνουν πως συζητούν έντονα και μιλούν τα δυο Αλβανάκια)

ΠΑΙΔΙ Β΄: Τ' ακούς; Δε μας θέλουν…

ΠΑΙΔΙ Α΄: Δεν πειράζει … Σιγά σιγά θα μας συνηθίσουν, θα μας βάλουν στην παρέα τους … Δεν άκουσες τη δασκάλα μας; Τα ίδια έπαθε κι αυτή μικρή στη Γερμανία …

ΠΑΙΔΙ Β΄: Καλή, πολύ καλή η δασκάλα μας, ωραία μας μίλησε…

ΠΑΙΔΙ Α΄: Είδες, που απογοητεύεσαι με το πρώτο! Και η δασκάλα μας καλή είναι και τα παιδιά θα μας συνηθίσουν…

ΠΑΙΔΙ Β΄: Ναι, αλλά αν έμενε η άλλη δασκάλα, που ‘φυγε; Φαρμακόγλωσσα ήταν … Ευτυχώς έφυγε, δε θα τα πηγαίναμε καλά… Και το τσιγγανάκι το είδες; Δεν είναι σαν και μας λέει… Εμείς είμαστε Αλβανοί.

ΠΑΙΔΙ Α΄: Δεν καταλαβαίνει το καημένο ότι κι αυτό το βλέπουν με μισό μάτι, ότι το περιφρονούν…

(μιλούν πάλι τα παιδιά)

ΡΗΝΙΩ: Και ‘γω συμφωνώ με τον Πέτρο και τη Χριστίνα… Πρέπει να πάρουμε στην παρέα μας και το τσιγγανάκι και τ' αλβανάκια … Πρέπει να τα βοηθήσουμε με την αγάπη μας … Έτσι δεν είπε και η κυρία;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ένα σωρό προβλήματα έχουν, μην τους δημιουργούμε και ‘μεις κι άλλα…

ΠΕΤΡΟΣ: Μιχάλη και Φένια, δεν είναι σωστό αυτό που κάνετε, είναι σκληρό … Είναι χρέος μας να τους βοηθήσουμε στα μαθήματα, να μάθουν καλά τη γλώσσα μας…

ΜΙΧΑΛΗΣ: Εγώ επιμένω, δε θέλω φιλίες μ’ Αλβανούς και γύφτους …

ΡΗΝΙΩ: Έλα, βρε Μιχάλη, μη γίνεσαι κακός … Ελάτε, πάμε, είναι ώρα για μάθημα…

(Στην τάξη πάλι)

ΔΑΣΚΑΛΑ: Ελάτε, παιδιά, καθίστε … θα συνεχίσουμε την κουβέντα που ‘χαμε πριν. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα..

ΦΕΝΙΑ: (σηκώνεται απότομα απ’ την καρέκλα κι αρχίζει να φωνάζει) Αχ αχ, κυρία, έχασα το χρυσό σταυρουδάκι μου… Κάποιος μου το πήρε, κάποιος μου το ‘κλεψε. Να, το είχα εδώ, στο τσεπάκι της τσάντας… Μου το κλέψαν, κυρία, μου το κλέψαν…

ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Έλα, βρε Φένια, για κοίτα καλά … Ποιος θα σου κλέψει το σταυρουδάκι σου; (σκύβει και ψάχνει κάτω απ’ το θρανίο)

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Δε νομίζω, Φένια, να υπάρχει κάποιος κλέφτης εδώ. Για κοίτα καλά, μην σου ‘πεσε κάπου…

ΦΕΝΙΑ : Δε μου ‘πεσε,κυρία, μου το κλέψαν…

ΠΕΤΡΟΣ: Κανείς μας δεν είναι κλέφτης εδώ …

ΜΙΧΑΛΗΣ: Τι λες; Και οι Αλβανοί και οι γύφτοι τι είναι; Κλέφτες δεν είναι; Σίγουρα κάποιος απ’ αυτούς θα στο ‘κλεψε το σταυρουδάκι, Φένια …

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Σιωπή, Μιχάλη. Δεν μπορείς να κατηγορείς κανέναν χωρίς αποδείξεις…

ΦΕΝΙΑ: Κάποιος απ’ αυτούς μου το ‘κλεψε το σταυρουδάκι κυρία, να τους ψάξουμε…

ΧΡΙΣΤΙΝΑ: (σηκώνεται) Νάτο το σταυρουδάκι σου, Φένια, εδώ είναι, κάτω απ’ το θρανίο … Άδικα κατηγορείς άλλους …

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Είδατε, Μιχάλη και Φένια, πόσο άδικο είχατε… Είναι πολύ κακό να καταδικάζουμε κάποιον χωρίς αποδείξεις… Ελάτε τώρα, ζητήστε συγνώμη απ’ τους συμμαθητές σας να συνεχίσουμε τη συζήτησή μας…

ΜΙΧΑΛΗΣ, ΦΕΝΙΑ: Συγγνώμη, παιδιά …

ΤΣΙΓΓΑΝΑΚΙ: Εμένα, Φένια, μη με ξαναπείς κλέφτη … Εγώ κλέφτης δεν είμαι …Και σταυρουδάκι σαν το δικό σου και καλύτερο έχω…

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Ησυχάστε τώρα, ένα λάθος έγινε… Ας συνεχίσουμε την κουβέντα… Ξέρετε πώς λέμε κάποιον που δεν αποδέχεται τους συνανθρώπους του, που είναι διαφορετικοί; Πώς λέμε αυτόν που μισεί τους άλλους, γιατί ανήκουν σ’ άλλη φυλή, έχουν άλλα ήθη και έθιμα ή πιστεύουν σ’ άλλη θρησκεία;

ΠΑΙΔΙ Α΄: Λέγεται ρατσιστής, κυρία…

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Ναι, πώς το ξέρεις;

ΠΑΙΔΙ Α΄: Το νιώθω, κυρία, σχεδόν καθημερινά… Κάποιοι μας αποφεύγουν, μας κοροϊδεύουν και μας κοιτούν με περιφρονητικό βλέμμα.

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Είναι πολύ σκληρό, το ξέρω. Αυτή η συμπεριφορά είναι σύμπτωμα ξενοφοβίας, ο ρατσισμός όμως είναι πολύ πιο σκληρός, κρύβει πολύ μίσος… κάνει τους ανθρώπους σκληρούς και απάνθρωπους …

ΠΕΤΡΟΣ: Δηλαδή, κυρία, η ξενοφοβία, είναι, σα να λέμε, το σκαλί, που, αν δεν προσέξεις, μπορεί να σε οδηγήσει στο ρατσισμό…

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Δυστυχώς, έτσι είναι, Πέτρο …

ΦΕΝΙΑ: Δηλαδή, κυρία, εγώ και ο Μιχάλης είμαστε ξενόφοβοι και ρατσιστές; Τόσο κακοί είμαστε!

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Όχι, όχι δεν είστε, γιατί είστε παιδιά και δεν ξέρετε ακόμα πόσο κακό μπορεί να κάνει ο ρατσισμός. Οι ρατσιστές μισούν τους διαφορετικούς συνειδητά, τους μισούν και μπορούν να φτάσουν ακόμα και στο έγκλημα.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Οι Έλληνες είμαστε ρατσιστές, κυρία;

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Δεν μπορώ να ξέρω σίγουρα… Μια έρευνα όμως που διάβασα τελευταία στις εφημερίδες, έρευνα επίσημη του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου φαινομένων ρατσισμού και ξενοφοβίας, έδειξε, δυστυχώς, πως ερχόμαστε πρώτοι μεταξύ των λαών της Ε.Ο.Κ… Μα νομίζω πως θα αδικούσε κανείς κατάφωρα τους Έλληνες, αν τους έλεγε όλους ρατσιστές… Αλλά θα αδικούσε και την πραγματικότητα, αν τους κήρυσσε όλους φιλόξενους…Όπως θα ήταν μεγάλο λάθος αν λέγαμε όλους τους ξένους εγκληματίες…

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Κάθε βράδυ όμως, κυρία, οι τηλεοράσεις κι αρκετές εφημερίδες κάθε μέρα παρουσιάζουν τους αλλοδαπούς σαν την πηγή όλων των κακών, πως κλέβουν, πως ληστεύουν και σκοτώνουν…

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Δυστυχώς, τα Μέσα Ενημέρωσης έδωσαν μεγάλη έμφαση στα λίγα τραγικά περιστατικά βίας με πρωταγωνιστές ξένους, αποσιωπώντας ότι οι πολλοί είναι φιλήσυχοι άνθρωποι, που δουλεύουν σκληρά. Πριν λίγο καιρό, μάλιστα, ο ίδιος ο υπουργός της εθνικής μας οικονομίας δήλωσε πως η ανάπτυξη, που είχαμε τα τελευταία χρόνια, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους οικονομικούς μετανάστες…

ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Κυρία, διάβασα σε μια εφημερίδα πως κάποιοι νεαροί ρατσιστές στη Γερμανία έβαλαν φωτιά σ’ ένα σπίτι Τούρκων μεταναστών… Έκαψαν το σπίτι και την οικογένεια … Φοβερό, τρομερό!

ΠΕΤΡΟΣ: Εγώ διάβασα πως, πάλι στη Γερμανία, ρατσιστές χτύπησαν άσχημα δύο Έλληνες μετανάστες και τους έσωσαν απ’ το θάνατο Τούρκοι μετανάστες …

ΜΙΧΑΛΗΣ: Τούρκοι τους βοήθησαν; Μα αυτοί είναι εχθροί μας!

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Εχθροί μας;… Ο απλός λαός δεν έχει να χωρίσει τίποτα με μας… Να, είδατε! Τούρκοι και βοήθησαν Έλληνες την ώρα του κινδύνου …

ΡΗΝΙΩ: Και τους ‘κάψαν ζωντανούς τους φουκαράδες τους Τούρκους; Και να σκεφτείς ότι το ‘καναν μόνο και μόνο επειδή ήταν ξένοι μετανάστες! Ούτε θηρία να ήταν!

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Βλέπετε λοιπόν, που μπορεί να φτάσει ένας ρατσιστής! Ευτυχώς εμείς στην Ελλάδα δεν έχουμε τέτοια φαινόμενα ακραία. Υπάρχει  ξενοφοβία αλλά τέτοια σοβαρά ρατσιστικά περιστατικά δεν έχουμε και η έρευνα που σας έλεγα πριν έδειξε και κάτι ακόμα… έδειξε πως ξενόφοβοι είναι οι μεγάλοι και όχι τα παιδιά… Πρέπει να προσέχουμε όμως μην μας ποτίσει το δηλητήριο του ρατσισμού …

ΠΑΙΔΙ Α΄: Η μάνα μου, κυρία, μου είπε πως οι αρχαίοι Έλληνες πρόσεχαν και αγαπούσαν τους ξένους…

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Α το ξέρω… Είχαν μάλιστα και θεό για τη φιλοξενία, τον Ξένιο Δία … Οι ξένοι ήταν ιερά πρόσωπα στην αρχαία Ελλάδα…

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Σταυροδρόμι του κόσμου ήταν και είναι η Ελλάδα. Πάντα είχαμε και θα ‘χουμε ξένους…Όταν μιλούμε για τον ξένο, είναι σα να μιλούμε για τον εαυτό μας κι αυτό μας υποχρεώνει να βλέπουμε με τα μάτια της ψυχής, να μπαίνουμε στο νου του ξένου, να μοιραζόμαστε τα πάθια του… Δε φτάνει μόνο να καμαρώνουμε για τους προγόνους μας, πρέπει να παραδειγματιζόμαστε κιόλας απ’ αυτούς…

ΤΣΙΓΓΑΝΑΚΙ: Εγώ, κυρία, δεν είμαι ξένος, εδώ ζω, εδώ έζησαν οι παππούδες μας, εδώ ζουν και οι γονείς μου και, όμως, όλοι μας βλέπουν για κατώτερους, γύφτους μας λένε … Εμείς οι τσιγγάνοι, κυρία, είμαστε μια άλλη φυλή, έχουμε τις δικές μας παραδόσεις, το δικό μας τρόπο ζωής και ξέρω πως όταν οι άλλοι είναι κακοί μαζί μας, γινόμαστε και μεις κακοί κι αυτό δεν είναι καλό για κανέναν… και για την πατρίδα μας δεν είναι καλό.

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Δίκιο έχεις, οι Τσιγγάνοι είναι μια φυλή ελεύθερη, μια φυλή που ‘χει περηφάνια. Ζουν διαφορετικά από μας τους άλλους, αλλά αυτό δεν πρέπει να μας πειράζει, μπορούμε να ζήσουμε μαζί ο καθένας με τις ιδιαιτερότητές του, χωρίς αποκλεισμούς, με ανεκτικότητα και κατανόηση…

ΤΣΙΓΓΑΝΑΚΙ: Εμάς το κράτος δε μας προσέχει, δε μας βοηθάει, έτσι λέει ο πατέρας μου … μας θυμούνται, λέει, οι πολιτικοί  την παραμονή των εκλογών, να μας πάρουν τις ψήφους και μετά μην τους είδατε, μας ξεχνάνε …

ΠΕΤΡΟΣ: Έτσι, όπως τα λέει, είναι κυρία … αιώνες τώρα οι τσιγγάνοι μένουν στο έλεος του Θεού … Είναι συμπατριώτες μας, κάποτε το κράτος μας πρέπει να ενδιαφερθεί περισσότερο γι’ αυτούς …

ΦΕΝΙΑ: Αλλά, κυρία, οι Αλβανοί μπαίνουν παράνομα στη χώρα μας κατά χιλιάδες, κανείς μας δεν ξέρει ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει, τι σόι άνθρωποι είναι…

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Και γι’ αυτό, Φένια, πρέπει τα δύο κράτη να συμφωνήσουν και να πάρουν μέτρα να λυθεί το πρόβλημα αυτό … να ελέγχονται όλοι όσοι περνούν τα σύνορα… Να έρχονται εδώ νόμιμα… Να δουλεύουν νόμιμα, να πληρώνονται κανονικά μεροκάματα και να πληρώνουν και για την ασφάλισή τους, να πάρουν σύνταξη στα γεράματα…

ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Μόνο με αγάπη μπορούμε να ζούμε ειρηνικά και οι λαοί να προοδεύουν…

ΡΗΝΙΩ: «Αγαπάτε αλλήλους», είπε  ο Χριστός …

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Δε φτάνει αυτό … Να αγαπάμε και τους εχθρούς μας ακόμα, είπε …

ΜΙΧΑΛΗΣ: Και τους εχθρούς μας; Και πώς μπορεί κανείς, κυρία, να αγαπάει τον εχθρό του;

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Δύσκολο είναι, Μιχάλη, πολύ δύσκολο… Χρειάζεται δύναμη, δύναμη ψυχής, περίσσευμα καρδιάς …

ΦΕΝΙΑ: Ναι, αλλά, κυρία, ο Χριστός ήταν Θεός και ’μεις είμαστε άνθρωποι, αδύναμοι, με τις κακίες μας και τα κουσούρια μας…

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Αν βάλουμε την αγάπη στην καρδιά μας, θα ‘χουμε όλοι μέσα μας ένα μικρό Θεό, αλλά να μην τον κρατήσουμε μόνο για τον εαυτό μας… Ας προσφέρει ο καθένας το μικρό Θεό που ‘χει μέσα του, για να δημιουργήσουμε τον ένα, το μεγάλο Θεό της Αγάπης…

ΜΙΧΑΛΗΣ: Εύκολο το ‘χετε, κυρία, αυτό …

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Δύσκολο, πολύ δύσκολο είναι να γίνει μα πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι, να μην εγκαταλείπουμε την ελπίδα για έναν κόσμο καλύτερο… Ελάτε τώρα … μπορείτε να πηγαίνετε … νομίζω πως το σημερινό μάθημα είχε πολύ μεγαλύτερη αξία απ’ όποιο άλλο μάθημα … Να πάτε το καλό … αύριο πάλι … Να πάτε στο καλό …

ΠΑΙΔΙΑ: Γεια σας, κυρία …

 

Η χορωδία τραγουδά το τραγούδι «Παπαπονεμένα λόγια», από το δίσκο του Γ. Μαρκόπουλου «Σεργιάνι στον κόσμο»:

 

Το σεργιάνι μας στον κόσμο ήταν δέκα μέτρα γης/ όσο πιάνει ένα σπίτι και ο τοίχος μιας αυλής

Ρεφρέν

Παραπονεμένα λόγια έχουν τα τραγούδια μας/ γιατί τ’ άδικο το ζούμε μεσ’ από την κούνια μας(2)

 

Στης ανάγκης τα θρανία και στης φτώχειας το σχολειό/ μάθαμε την κοινωνία και τον κόσμο τον παλιό

Παραπονεμένα λόγια….

 

 

ΣΚΗΝΗ Ε’

ΜΑΝΑ: (κάθεται, πλέκει-ή κάτι άλλο- και μονολογεί) Καλά βολευτήκαμε … καλά είναι … Μακριά απ’ την πατρίδα είμαστε, μα δουλειά να υπάρχει και όλα γίνονται… Να βγάλουμε λίγα χρήματα να ‘χουμε ένα κομπόδεμα … Βρήκε δουλειά ο Δυσσέας στην οικοδομή, τα παιδιά πάνε σχολείο, βολεύτηκα και γω με τα πλυσίματα και τα σιδερώματα… καλά είμαστε τώρα …

(εμφανίζονται τα παιδιά)

ΠΑΙΔΙ Α΄: Γειά σου, μάνα … Τι κάνεις; Παραμιλάς ξύπνια;

ΜΑΝΑ: Καλώς τα μου, καλώς τα μου τ' αγγελούδια … Πώς πήγε η πρώτη μέρα στο σχολείο; Καλά, ε;

ΠΑΙΔΙ Β΄: Καλά, μάνα … Ήρθε καινούργια δασκάλα.

ΠΑΙΔΙ Α΄: Και να δεις, μάνα, τι καλή που είναι! Μας μίλησε σήμερα τόσο όμορφα μα τόσο όμορφα!

ΠΑΙΔΙ Β΄: Κι έβαλε στη θέση τους δυο συμμαθητές μας που μας βλέπουν με μισό μάτι, επειδή είμαστε, λέει, αλβανάκια …

ΠΑΙΔΙ Α΄: Είδες πώς μαζεύτηκαν την ώρα που μας μιλούσε η κυρία για το ρατσισμό; Νομίζω πως μετάνιωσαν για  τη στάση τους … Κατάλαβαν το λάθος τους.

ΜΑΝΑ: Τα ‘παμε αυτά … μη στενοχωριέστε, πάντα θα υπάρχει και κάποιος κακός, δεν μπορεί να ‘ναι όλοι καλοί…

ΠΑΙΔΙ Α΄: Μα τα πολλά παιδιά, μάνα, μας φέρθηκαν σωστά, μας δέχτηκαν καλά… Με τον καιρό θα γίνουμε φίλοι …

ΜΑΝΑ: Έτσι μπράβο … όλα καλά θα πάνε …

ΠΑΙΔΙ Β΄: Και να δεις, μάνα, και το τσιγγανάκι που ‘χουμε στην τάξη, που όλοι γύφτο το κοροϊδεύουν, κι αυτό λέει πως εμείς τ' αλβανάκια είμαστε κατώτερα απ’ τα τσιγγανάκια … Τ' ακούς, μάνα; Χειρότερα κι απ’ τα γυφτάκια …

ΜΑΝΑ: Μη δίνεις σημασία, Μάχο… Κι αν είσαι, παιδί μου, Τσιγγάνος κι αν είσαι Αλβανός, Κινέζος ή Αμερικανός, Έλληνας ή Τούρκος, άνθρωπος είσαι… Ο Θεός όλους ίσους μας έπλασε, εμείς χωρίζουμε τους ανθρώπους σε κατηγορίες … Και το τσιγγανάκι δεν καταλαβαίνει τη θέση του … Παιδί είναι … χρόνια καταπίεση, αιώνες περιφρόνησης έζησαν και οι τσιγγάνοι και τώρα που ήρθαμε εμείς από την Αλβανία με τόσα προβλήματα, νοιώθουν και οι Τσιγγάνοι πως υπάρχουν και χειρότερα απ’ αυτούς, νοιώθουν σα να ανέβηκαν ένα σκαλί παραπάνω στην κοινωνία …

ΠΑΙΔΙ Β’: (λυπημένα, πιάνει τα χέρια της  μάνας) Μάνα, θέλω να γυρίσουμε ξανά στην πατρίδα, στο χωριό μας… Είμαστε ξένοι εδώ, μάνα, δε μας θέλουν

ΠΑΙΔΙ Α’: Πώς δε μας θέλουν! Μη λες ψέματα! Η Χριστίνα, ο Πέτρος, η Ρηνιώ είδες;

Μας αγαπούν, μας θέλουν για φίλους τους…

ΠΑΙΔΙ Β’: Εμένα, όμως, δε μ’ αρέσει εδώ στα ξένα… θέλω το χωριό μου… Θέλω το περιστεράκι μου, τον Πίτσι Φίτσι..

ΜΑΝΑ: Τώρα που αρχίζουν να στρώνουν τα πράγματα θα φύγουμε; Έλα εδώ κοντά μου, έλα…(τον παίρνει αγκαλιά)

ΠΑΙΔΙ Β’: Είμαστε ξένοι εδώ, μάνα… Δε μας θέλουν… Δύσκολα τα ξένα, μάνα….

ΜΑΝΑ: Έλα, όλα δύσκολα τα βλέπεις… Ξέρεις τι έκανε η συγχωρεμένη η γιαγιά σου σαν είχε στενοχώριες, ντέρτια, καημούς….

ΠΑΙΔΙ Β’: Τι έκανε, μάνα;

ΜΑΝΑ: Καθόταν, που λες, στο λιακωτό και τραγούδαγε…Και μη νομίσεις πως τραγούδαγε τραγούδια της χαράς, για να της φύγει η πίκρα! Λυπητερά τραγούδαγε, τραγούδια του καημού, και έτσι λυτρώνονταν…Έ λα, έλα να πούμε μαζί ένα τραγούδι της ξενιτιάς και να δεις πως θα νοιώσεις καλύτερα…

 

(τραγουδούν με τη χορωδία ένα κομμάτι απ’ το τραγούδι «Ξενιτιά» της Ε. Αρβανιτάκη από το δίσκο «Τα κορμιά και τα μαχαίρια»)

Ξενιτιά

Ψηλά βουνά και σεις των άσρων θωριές/ποτάμια αχνά, ελάτια, δάφνες, μυρτιές

Ρεφρέν

Την καρδιά μου, αχ φωτιά μου, όποιος δει/να του πει να' ρθει κοντά μου, μην αργεί

Ξενιτιά μου, έρωτά μου, φως κι αυγή/πριν  ραγίσει  απ’ το σεβντά μου όλη η γη

Φαράγγια υγρά και ‘σεις των  δράκων σκιές ,αητών φτερά κι ανέμων μαύρες φωλιές.

Ρεφρέν

Την καρδιά μου,…………….

 

(εμφανίζεται ο πατέρας)

ΠΑΤΕΡΑΣ: Γεια σας, γεια σας … Τι γίνεται, βρε παιδιά; Πώς παν τα κέφια σήμερα; Τι λυπητερό τραγούδι ήταν αυτό π’ άκουσα;

ΜΑΝΑ: Θυμηθήκαμε το χωριό, Δυσσέα, το σπίτι μας , την πατρίδα..

ΠΑΤΕΡΑΣ: Άσε το χωριό,Τ άνια. Δε θα φύγει από κει… Εδώ, τώρα, τι κάνουμε..Τ ι λέει το σχολείο, παιδιά; Καλά τα πήγαμε;

ΠΑΙΔΙΑ: Καλά, πατέρα, καλά…

ΜΑΝΑ: Τι έγινε, Δυσσέα, πώς πήγε η δουλειά σήμερα;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Καλά, Τάνια, μεροκάματο έχουμε … μα τα πράγματα δυσκόλεψαν…

ΜΑΝΑ: Τι έγινε; Γιατί το λες αυτό; Μην και σε διώξει απ’ τη δουλειά τα’ αφεντικό;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Όχι, μην ανησυχείς, καλά πάμε στη δουλειά … Καλό το αφεντικό… να, σήμερα μας πήγε και μας κέρασε και τσίπουρα… μα έμαθα, το λένε τα ραδιόφωνα, οι τηλεοράσεις, πως τρεις δικοί μας, Αλβανοί, μπήκαν σ’ ένα σπίτι και λήστεψαν δύο γερόντους, τους τραυμάτισαν σοβαρά κιόλας …Χαμένα κορμιά, εγκληματίες…

ΜΑΝΑ: Για όνομα του Θεού, δεν ξέρουν τι κάνουν! Να, γιατί βγαίνει το όνομα στους Αλβανούς … Άντε μετά να πείσεις τον Έλληνα ότι δεν είναι όλοι οι Αλβανοί το ίδιο…

ΠΑΤΕΡΑΣ: Θα πεις καμιά φορά έχει δίκιο ο Αλβανός, που παραφέρεται … δουλεύει σαν το σκυλί κι όταν έρθει η ώρα της πληρωμής, κάποιοι πονηροί όχι μόνο δεν πληρώνουν, αλλά τον καταγγέλλουν στην αστυνομία… Τι να κάνεις; Ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι … Μα τούτα που γίνονται χωρίς λόγο και αιτία, να μπουν στο ξένο σπίτι να ληστέψουν και να σκοτώσουν είναι έγκλημα…Τομάρια, χαμένα κορμιά…

ΜΑΝΑ: Ρεμάλια δικά μας τα κάνουν αυτά και μετά την πληρώνουμε όλοι μας…

ΠΑΤΕΡΑΣ: Και βέβαια την πληρώνουμε όλοι μας χωρίς να φταίμε… Πληροφορήθηκα πως η αστυνομία ετοιμάζει «σκούπα»… θα μαζέψουν όλους τους Αλβανούς και θα τους διώξουν. Φορτώνουν στην κλούβα δικαίους και αδίκους και από κει που ‘ρθαν…

ΠΑΙΔΙ Α΄: Θα μας πιάσουν και μας, πατέρα; Θα μας διώξουν;

ΠΑΙΔΙ Β΄: Θα μας βάλουν φυλακή;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Όχι, μην ανησυχείτε, όλα τα χαρτιά μας είναι εντάξει και πράσινη κάρτα έχουμε … δεν υπάρχει φόβος… Πολλοί δικοί μας, όμως, θα την πληρώσουν χωρίς να φταίνε κι αυτό γιατί λίγα καθάρματα εγκληματούν…

ΜΑΝΑ: Είπαμε, αμάν, να ησυχάσουμε, να τα πάλι μπροστά μας τα βρίσκουμε… Άντε, πάλι απ’ την αρχή ν’ αποδείξουμε ότι δεν είμαστε κλέφτες και ληστές … Πώς να μη σε κοιτά καχύποπτα ο Έλληνας μετά;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Εμείς ας κοιτάζουμε τη δουλειά μας… Κακό δεν κάναμε σε κανένα… Το μεροκάματο θέλουμε και καλή καρδιά … Θα δούμε… θα σιάξουν τα πράγματα … μπόρα είναι θα περάσει … Πάμε τώρα μια βολτίτσα να σας κεράσω ένα γλυκάκι … Πληρώθηκα σήμερα…

ΜΑΝΑ: Άντε, να ξανασάνουμε λίγο … Εγώ, όμως, λίγο θα μείνω, ίσα να πιω μια πορτοκαλαδίτσα, γιατί μετά είναι να πάω στης κυρα-Μαρίας για σιδέρωμα … Πάμε …

ΠΑΙΔΙ Β΄: (καθώς βγαίνουν) Πατέρα, τώρα πια δεν είμαι Παναθηναϊκός, άλλαξα ομάδα…

ΠΑΤΕΡΑΣ: Γιατί βρε αλλαξοπίστησες; Έτσι εύκολα αλλάζουν ομάδα;

ΠΑΙΔΙ Β΄: Έγινα τώρα ΑΕΚ, σ’ αυτή την ομάδα πήρε μεταγραφή ο δικός μας ο Κόλα … Καλύτερα, πατέρα… μου ‘παν πως η Α.Ε.Κ. φτιάχτηκε από πρόσφυγες Έλληνες, που ‘ρθαν απ’ τη Μικρά Ασία και στα πρώτα χρόνια  εδώ δύσκολα, σαν και μας, τα ‘βγάζαν πέρα …

ΠΑΤΕΡΑΣ: Πάμε τώρα για το γλυκάκι μας κι αφού το θες να είσαι με την ΑΕΚ εντάξει, θα σε πάω και μια Κυριακή στο γήπεδό της να το ευχαριστηθείς…

 

(ακούγεται ένα κομμάτι από το τραγούδι «Εντερλέντζι» από το δίσκο του Γκόραν Μπέγκοβιτς «Ο καιρός των τσιγγάνων».

 

ΣΚΗΝΗ ΣΤ'

(οι μαθητές μπαίνουν στην τάξη, δυο τρεις μαθητές στέκονται και συνομιλούν)

ΦΕΝΙΑ: Τ' άκουσες χθες στην τηλεόραση; Βούιξαν τα κανάλια … Αλβανοί μπήκαν σ’ ένα σπίτι, λήστεψαν και τραυμάτισαν σοβαρά δυο γεροντάκια … Ύστερα μου λες ότι οι Αλβανοί είναι καλοί … Το ’χουν το κακό στο αίμα τους λέω εγώ … θα τους μαζέψουν λέει όλους και θα τους στείλουν από κει πού ‘ρθαν…

ΝΙΚΗ: Σώπα, μη φωνάζεις, θα μας ακούσουν οι συμμαθητές μας, τ’ Αλβανάκια, και θα πληγωθούν… Τι φταίνε αυτά; … Δε μας τα ‘πε η κυρία χθες; Υπάρχουν καλοί και κακοί σ’ αυτόν τον κόσμο…

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Καλημέρα, παιδιά, καθήστε …

ΠΑΙΔΙΑ: Καλημέρα, κυρία.

ΡΗΝΙΩ: Να συνεχίσουμε τη χθεσινή κουβέντα  για το ρατσισμό, κυρία; Πολύ μας άρεσε χτες…

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Και βέβαια θα συνεχίσουμε … Ακούστε τι μου είπε ο γείτονάς μου, ο κύριος Όμηρος, 90 χρονών γέρος, μικρασιάτης πρόσφυγας…

ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Τον ξέρω, κυρία, τον κύριο Όμηρο, μένει κοντά στο σπίτι μου… Μας χόρτασε ιστορίες απ’ τα παλιά …

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Ακούστε, λοιπόν, τι μου είπε: "Καιγόταν η Σμύρνη απ’ άκρη σ’ άκρη στη μεγάλη καταστροφή του ‘22… Μυριάδες ο κόσμος στο λιμάνι, σκοτωμός να μπεις σ’ ένα καράβι να βγεις απέναντι στα ελληνικά νησιά… Καταφέραμε και μπήκαμε σε μια μαούνα, εκατοντάδες πρόσφυγες βγήκαμε στη Μυτιλήνη. Δε μας περίμενε κανείς ντόπιος στο λιμάνι… Ζαλικωμένοι τα μπογαλάκια μας, μπήκαμε στην πόλη. Οι ντόπιοι δε μας δεχτήκανε … Η Μυτιλήνη έκλεισε πόρτες και παράθυρα. Από κει βγήκαμε στον Πειραιά και κει τα ίδια… Έχει πολύ κόσμο η Αθήνα είπαν… Πήγαμε στην Πάτρα δε μας ήθελαν και εκεί… Κατεβήκαμε και μεις με το έτσι θέλω και ριζώσαμε εκεί… Πολύ αργότερα ήρθαμε στη Ν. Ιωνία, στ’ Αλιβέρι…"

ΦΕΝΙΑ: Μα Έλληνες της Μικράς Ασίας ήταν, γιατί τους συμπεριφέρθηκαν τόσο άπονα;

ΠΕΤΡΟΣ: Να σου πω εγώ, Φένια, γιατί… Γιατί οι άνθρωποι φοβούνται, φοβούνται τους ξένους κι όταν αυτοί έρχονται χιλιάδες, ο φόβος γίνεται μεγαλύτερος… Φοβούνται για τις περιουσίες τους, φοβούνται μην και πάρουν τις δουλειές τους, φοβούνται να δεχτούν ξένους…

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Σωστά, Πέτρο … Και ξέρετε τι μου ‘πε ακόμα ο κύριος Όμηρος; "θυμώνω πολύ όταν ακούω πως άνθρωποι δικοί μας συμπεριφέρονται άσχημα σε ξενομερίτες, σε απόκληρους της ζωής και θυμώνω διπλά, όταν διαβάζω στις εφημερίδες ότι οι κάτοικοι στην Αλικαρνασσό της Κρήτης και στην Κίο της Αργολίδας, πρόσφυγες Μικρασιάτες σαν και μένα, δε θέλουν τα τσιγγανάκια στα σχολεία τους … Φαίνεται πως οι συμπατριώτες μου αυτοί ξέχασαν τα δικά τους, έχασαν τη μνήμη τους… Κι όταν ένας λαός χάσει τη μνήμη του, ξεχνά την ιστορία του, χάνει την ταυτότητά του…"

ΤΣΙΓΓΑΝΑΚΙ: Θα με διώξουν και μένα απ’ αυτό το σχολείο; Δε θέλω να φύγω, κυρία…

ΡΗΝΙΩ: Μη φοβάσαι, δε θα σε διώξουμε… Εμείς σ’ αγαπάμε, σε θέλουμε κοντά μας…

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Στ’ Ανήλιο απαγόρευσαν την είσοδο των Αλβανών στα καφενεία….

ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Στην Κάλυμνο, όμως, οι μαθητές του Δημοτικού σχολείου έδωσαν αγώνα,  για να ξαναγυρίσει στο σχολείο η μικρή Αλβανίδα συμμαθήτριά τους, που ‘χε απελαθεί με τη μάνα της, γιατί, λέει, δεν ήταν εντάξει τα «χαρτιά» τους…Το 'γράψαν οι εφημερίδες και το 'παν στις τηλεοράσεις… Ήταν συγκινητικό αυτό που έκαναν τα παιδιά…

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Επιβεβαιώνεται έτσι η έρευνα του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου, που δημοσιεύτηκε πριν λίγο καιρό στις εφημερίδες και έδειξε πως το πρόβλημα της ξενοφοβίας και του ρατσισμού αφορά κυρίως τους μεγάλους…

ΠΕΤΡΟΣ: Διάβασα και γω κάπου πως το σύνολο των αλλοδαπών μαθητών στη χώρα μας είναι περίπου 100.000 μαθητές και πως τα επόμενα χρόνια θα αυξηθεί αυτός ο αριθμός… Είμαστε αναγκασμένοι να συνηθίσουμε να ζούμε με τους ξένους …

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Έτσι είναι, Πέτρο …

ΜΙΧΑΛΗΣ: Μου 'πε, κυρία, ο πατέρας μου πως αν δεν ήταν οι Αλβανοί, οι Πολωνοί, οι Ρουμάνοι μετανάστες δε θα μπορούσαν οι γεωργοί να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους και να μαζέψουν τη συγκομιδή τους … Κάνουν δουλειές που εμείς οι Έλληνες δε θέλουμε να τις κάνουμε…

ΠΕΤΡΟΣ: Θυμούμαι το καλοκαίρι στο χωριό… Έψαχνε ο παππούς μου εργάτες να μαζέψει τα ροδάκινα απ’ το περιβόλι… Πάει στην πλατεία απογευματάκι όπου οι νέοι του χωριού έπιναν το φραπέ τους και καλαμπούριζαν… Τους πλησιάζει ο παππούς και τους λέει «Δέκα χιλιάδες μεροκάματο, ποιος θέλει αύριο να ‘ρθει στο χωράφι για δουλειά;». Τον κοιτούν με ύφος οι νεαροί και του λένε «Άσε, ρε παππού, που θα πάμε στο χωράφι μες στο λιοπύρι για δέκα χιλιάδες… Πάρε κανέναν Αλβανό!». Αυτό έκανε και ο παππούς μου πήρε Αλβανούς κι έκανε τη δουλειά του… Εμείς μάθαμε στην καλοπέραση.

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Προσφέρουν οι μετανάστες, προσφέρουν στην ανάπτυξη της οικονομίας της πατρίδας μας… Πρέπει, όμως, να τονίσω ότι είναι αναγκαίο να μπει μια τάξη στην είσοδο και στην έξοδό τους απ’ τη χώρα μας. Είναι απαραίτητο να γίνει αυτό που είπαμε και χτες, να συνεργαστούν οι κυβερνήσεις μεταξύ τους και να 'ρχονται οι μετανάστες νόμιμα εδώ …

ΜΙΧΑΛΗΣ: Κυρία, μετά από όλη αυτή τη συζήτηση που κάναμε κατάλαβα πως έκανα λάθος … Θέλω να ζητήσω συγνώμη απ’ τους συμμαθητές μου, γιατί τώρα ξέρω πόσο τους πίκρανα…

ΦΕΝΙΑ: Το ίδιο και ‘γω, κυρία…

ΔΑΣΚΑΛΑ 2: Μπράβο, παιδιά, είναι γενναίο να αναγνωρίζει κανείς το λάθος του… Θέλω να τελειώσουμε αυτή μας τη συζήτηση με τα λόγια που είπε ο απόστολος Παύλος σε μια επιστολή του, προς Κολασσαείς νομίζω… «Ουκ ένι Ιουδαίος ή Έλλην, Σκύθης ή βάρβαρος, άρρεν ή θήλυ, δούλος ή ελεύθερος, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός» δηλαδή «Δεν είναι κανένας ανώτερος ή κατώτερος, όλοι είμαστε ίσοι και τα πάντα είναι Χριστός, τα πάντα είναι ΑΓΑΠΗ»…Ελάτε τώρα να πούμε ένα τραγούδι που το τραγουδούσα και γω μικρή στη Γερμανία…

 

(το τραγούδι μπορεί να μελοποιηθεί από τη/το μουσικό του σχολείου)

 

Εγώ ‘μαι Ελληνάκι, εσύ ‘σαι Κινεζάκι

Αυτός  Αφρικανάκι κι αυτή Ινδιανάκι

Τι σημασία έχει; Το χρώμα ποιο προσέχει;

η ΑΓΑΠΗ σύνορα δεν έχει!

 

Εγώ ‘μαι Ελληνάκι, εσύ ‘σαι Αλβανάκι

Αυτός απ’ τη Ρωσία κι αυτή απ’ την Ασία

Τι σημασία έχει; Τη χώρα ποιος προσέχει;

η ΑΓΑΠΗ σύνορα δεν έχει!

 

ρεφρέν

Εσύ αυτή κι αυτός

είστε ο άλλος μου αδερφός

γιατί όλοι εμείς

είμαστε παιδιά της γης

 

(Ή μπορούν να τραγουδήσουν όλοι μαζί το τραγούδι «Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος» από το δίσκο του Δ. Λάγιου «Ο ήλιος ο ηλιάτορας» σε στίκους του Ο. Ελύτη):

 

Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος να ‘ν’ ήμερος να ‘ν’ άκακος (2)

λίγο κρασί λίγο φαϊ Χριστούγεννα κι Ανάσταση (2)

 

Μα ήρθαν αλλιώς τα πράγματα τον εξυπνάν χαράματα (2)

Όταν τον φέρνουν πίσω μπρος του τρώνε και το λίγο βιος (2)

 

Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος………………………

 

Πηγή:

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΔΙΚΤΥΟ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

www.TheatroEdu.gr, e-mail: theatro@theatroedu.gr

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2006